Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Πολιτισμικοί Μετεωρίτες 30

[1851-1911]


Παπαδιαμάντης: «Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος»

[Πολιτισμικοί Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου]

«Ο ανοξείδωτος… εκείνος ο περιούσιος… και το κεράκι μας ακόμη δεν το θέλει», στιχοθετεί στο ποίημα, που δανείζεται τον τίτλο η στήλη, ο Νίκος Καρούζος


Κυριακή του Θωμά, η σημερινή, κι ευλαβικά -χωρίς φόβο και με περισσό πάθος- ο γράφων αναφέρεται στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (1851-1911): «Μεγάλος άνθρωπος κι ανέσπερος έλληνας που κράτησε/τον πόνο στο σωστό του το ύψος», (Νίκος Καρούζος, Χορταριασμένα Χάσματα, 1974). Έτσι, συνεπικουρούμενος, με τα «Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη», (Οδυσσέας Ελύτης, 1976), «Αγρυπνία στην εκκλησία του Προφήτη Ελισσαίου για το σκοτεινό τρυγόνι», (Μάνος Ελευθερίου, 1980) και «Περιπετειώδες κοινωνικό και μαύρο νεοελληνικό αφήγημα» (Θωμάς Γκόρπας, 1981), κι έχοντας από τα παιδικάτα μου όλα τα γραφτά τού Σκιαθίτη εντός μου, προτίθεμαι να δείξω στην «ασίγαστη γενικότητα των πιθήκων», (Νίκος Καρούζος, ό.π.), κι «αγνοώντας τον αιώνα της καλπάζουσας εξυπνάδας» (Νίκος Καρούζος, ό.π.), κάτι από το πνεύμα του «κοσμοκαλόγερου». Κάτι, που σχεδόν πλείστοι όσοι αγνοούν ή κωφεύουν, περιχαρακώνοντας τον τεράστιο αυτόν συγγραφέα στη στρεβλή έως ύποπτα διαστρεβλωμένη, πρόσληψη της ελεύθερης ορθόδοξης χριστιανοσύνης.
   Ενθυμούμαι, τώρα, την επίθεση που είχε δεχτεί ο ποιητής Κώστας Ρεούσης, όταν δημοσίευσε στην έγκριτη διαδικτυακή επιθεώρηση ποιητικής τέχνης «Ποιείν», ένα ποίημα όπου οι τρεις καταληκτικοί στίχοι εκθειάζουν τον ερωτικό Παπαδιαμάντη, χρησιμοποιώντας την αθυροστομία της γλώσσας ενός Αρχίλοχου.
   Ας είναι, τα κείμενα υπάρχουν και για τους γραμματισμένους και για τους αγράμματους, με μια βασική κι απαράβατη προϋπόθεση: «Είναι κανείς από το μέρος της αθωότητας -‘λευκοφόρος την διάνοιαν’ που λέει κι ο Ρωμανός- σε δύο περιπτώσεις: όταν δεν έχει φτάσει στο σημείο να υποψιασθεί καν το Μαύρο· κι όταν το έχει διατρέξει ως την έσχατη άκρη του, έτσι που να πατήσει από το άλλο μέρος πάλι στο Λευκό· με πλήρη συνείδηση ότι όσα γνώρισε στο αναμεταξύ του είναι απολύτως άχρηστα. Μιλώ πέρα από την Ανάγκη και πάνω από την ανισότητα των πεπρωμένων.», (Οδυσσέας Ελύτης, ό.π.).

Ο κατά Γκόρπα κυρ Αλέξανδρος
Να πως σκιαγραφεί, ο ποιητής Θωμάς Γκόρπας (1935-2003), τον σπουδαίο συγγραφέα στην εισαγωγή του προαναφερθέντος δίτομου βιβλίου του:
   «Ο ‘κοσμοκαλόγερος’ που δεν ήταν παρά ένας μαύρος και καταραμένος ‘αμαρτωλός’, θα ζήσει το ίδιο έντονα την ‘ταπεινή’ Σκιάθο και την ‘μποέμικη’ Δεξαμενή, τα λαϊκά μαγέρικα και καφενεία, τα χαμαιτυπεία και τα ξενυχτάδικα Ψυρρή και Πλάκας, γράφει για πάθη που ξέρει καλά, μέλος κι αυτός μιας κοινωνικής τάξης εξαθλιωμένης, χτυπημένης, εξοντωμένης. Διηγήματα σημαντικά κι αποκαλυπτικά της ανερχόμενης μικροαστικής χωροφυλακίστικης Ελλάδας, μιας πατρίδας ήδη θανάσιμα χωρισμένης στα δυο. Μιζέρια και κρασί, βαθιές μοναξιές και ‘περίεργα’ επαγγέλματα, μουζικάντηδες και άλλοι, τρόφιμοι αυλών και τρωγλών. Άγρια ένστικτα σεξουαλικά και άλλα, τρομαγμένοι όπου αγωνιούν να βρουν την τρύπα όπου θα ξεκουράσουν το κοκαλάκι τους και βρομεροί κι αδίστακτοι καθωσπρέπει. Άνθρωποι λαϊκοί ευπροσήγοροι αλλά και γεμάτοι κακίες.
   »Απροσάρμοστος, μάλλον ασυμβίβαστος με την καθεστηκυία πολιτική, οικονομική και εκκλησιαστική εξουσία θα γίνει ο πρώτος συνειδητός της μαύρης λογοτεχνίας μας, ο πρώτος συστηματικός επιφυλλιδογράφος (δεν θα δει ούτε ένα βιβλίο του τυπωμένο όσο ζει) με μεγάλο λαϊκό κοινό.
   »Γράφει κατά κανόνα πάνω στα τραπέζια μαγέρικων και καφενείων κι όπως όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί που έχουν ύφος και στυλ, πεντάρα δεν δίνει για το ύφος και το στυλ. Γράφει τα πάντα και μέσα στα πάντα, υπάρχει και μυστήριον, όχι απαραιτήτως… θρησκευτικόν. Τα ανθρώπινα τοπία του, τα πρώτα πλατιά και πολύπλοκα στη λογοτεχνία μας, αναδίνουν μια τρομώδη ηρεμία, όταν δεν κοχλάζουν.
   »Το μεγάλο θύμα της δημοσιογραφικής επαγγελματικοποιήσεως, είναι ο μαρτυρικός πρόδρομος του Βουτυρά και των ξεκληρισμένων δυο γενιών του ’20 και του ’30.».

Το σκοτεινό τρυγόνι
Ο Μάνος Ελευθερίου κυκλοφορεί, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, το 1975, εκτός εμπορίου, την περίφημη ποιητική σύνθεση, «Αγρυπνία στην εκκλησία του Προφήτη Ελισσαίου για το σκοτεινό τρυγόνι» που αφορά στον Παπαδιαμάντη. Σύνθεση, την οποία επανεκδίδει από τις εκδόσεις Αμοργός, αυτήν τη φορά, τον Δεκέμβριο του 1980 με άψογη τυπογραφική επιμέλεια και κοσμήματα εξωφύλλου και κολοφώνα του σπουδαίου μάστορα Αιμίλιου Καλιακάτσου. Η ποιητική σύνθεση αρχινά με motto, «Ψάλλατε συνετώς», από τους Ψαλμούς του Δαυίδ. Ο Ελευθερίου κατορθώνει να περιδιαβεί τα έργα και τις ημέρες του Σκιαθίτη, χωρίς να χαριστεί σε κανέναν, δίνοντάς μας -ποιητικώ και σκοτεινώ τω τρόπω- μια άλλη, εμβριθέστερη, έποψη του τεράστιου Παπαδιαμάντη, όπως και της εποχής που γράφεται και εκδίδεται το βιβλίο.
   Σας μεταφέρω τους στίχους των σελίδων 31-32: «Στα πορφυρά τα σεντόνια του ύπνου/εκεί διαβάζει μονάχα τ’ όνομά του/κιθαρωδός της νυκτός και οινοπότης, Και καθώς/που του έλαχεν ο κλήρος των θυμάτων,/-αυτός ο συρράπτης επιφυλλίδων-/ολονέν εχανόταν στα δαιμόνια του ρέματος/κι οι νεκροί ας αγρυπνούν κι ας πληθύνονται/στην κοίμηση των λουλουδιών.//Πώς να δει το αλλιώς και πώς να το σφραγίσει/αυτός που μόνο το μελάνι τού λερώνει τα δάχτυλα/και χωρίς το σκοινί πώς ν’ ανεβάσει απ’ τις στέρνες τ’ αηδόνια/και χωρίς χέρια πώς να ευλογεί τον πηλό/και μόνο με την επιθυμία του να σκαλίζει δελφίνια,/και να νηστεύει πριν ζωγραφίσει το μαρτύριο των ανθρώπων.//Φεύγουνε φεύγουνε οι ζωντανοί ολοένα/νεκροί που ντύνονται τα λόγια της θαλάσσης/και μένουν μόνο οι φασίστες, τζογαδόροι της πατρίδας,/στιχοποιοί, και λεχρίτες κι αγιογδύτες πρίγκιπες/αυτοί θα μείνουν στα περάσματα του αιώνα/κι εκεί κρυφά θα επωάζονται σαν έντομα.//Τον κόσμο πια τον βλέπει μες στα χέρια του/το μαύρο φάντασμα που είδε στο κορμί του/το μαύρο φάντασμα που ήταν το κορμί του/(κι ολοένα πιο λίγοι κι ολοένα πιο μόνοι/εκεί που τελειώνει μια εγκατάλειψη/και περιμένεις τη συκοφαντία)//Τι παρελθόν και τι κορμί, Τώρα το ίδιο κάνει.».
   Και ολοκληρώνει, ο Μάνος Ελευθερίου, με το εξής εκπληκτικό έως αποκαλυπτικά κρυπτικό 8στιχο: «Καθώς, λοιπόν, εσήμανε ο όρθρος/κι ενώ στεκόταν μπρος στη βρύση να πλυθεί/και φανταζόταν μουσικές που είχε κλεισμένες/στα δίχτυα της ψυχής του/και τα νερά ιερουργούσαν ακόμη μες στον ύπνο του/εκεί για μας σταμάτησε η ζωή του/αλλά γι’ αυτόν, το σκοτεινό τρυγόνι/CHÉ LA DIRITTA VIA ERA SMARRITA,». Ο τελευταίος στίχος είναι του Dante Alighieri, από τη «Θεία Κωμωδία», κι είναι ο τρίτος από το πρώτο άσμα της Κολάσεως ή του Άδη: «Nel mezzo del cammin di nostra vita,/mi ritrovai per una selva oscura,/ché la diritta via era smarrita.». Και σε μετάφραση του Γεωργίου Εμμ. Αντωνιάδου, του 1881, που είναι και η γλώσσα του κυρ Αλέξανδρου: «Κατά το μέσον στάδιο του ημετέρου βίου,/εις σκοτεινόν τινά δρυμόν πλανώμενος ευρέθην,/διότι είχον της οδού εκπέσει της ευθείας.».  

«Όσοι λευκοφόροι, εννοήτωσαν»
Αρκεί να σημειώσω, μόνο, την τελευταία πρόταση του, 66 σελίδων, δοκιμίου του Ελύτη, που υπάρχει στο βιβλίο που αναφέρω παραπάνω: «Η μεγάλη τέχνη βρίσκεται οπουδήποτε ο άνθρωπος κατορθώνει ν’ αναγνωρίζει τον εαυτό του και να τον εκφράζει με πληρότητα μες στο ελάχιστο.».


Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 8 Μαΐου 2016, σ. 4.        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου