Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Παντοδάπαισι μεμειχμένα χροίαισιν 10


Οι ποιητές (από αριστερά) Μιχάλης Πιερής, Σωτήρης Παστάκας και Κώστας Ρεούσης, στις 17 Οκτωβρίου 2016, στο φουαγιέ του θεάτρου «ένα» στην παλιά Λευκωσία, κατά τη διάρκεια της ποιητικής βραδιάς που οργάνωσε το Τμήμα Βυζαντινών & Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου για την ποίηση του Σωτήρη Παστάκα, 20:40… ακριβώς & ακριβοί, φωτογραφία Χάρης Παναγιώτου
  

«Η ωδή του αλεξικέραυνου κατακεραυνωμένου ανθρώπου»
 Αντίδωρο στον, «Ύποπτο Φυγής», ποιητή Σωτήρη Παστάκα


Κυρίες & κύριοι καλησπέρα σας,


   Μετά φόβου ποιητών και ποιητικού δαιμονίου προσέρχομαι, ή και μετέρχομαι, να σας μιλήσω για και με τον κύριο Σωτήρη Παστάκα. Κι ο φόβος είναι αγάπη και η αγάπη φόβος, τόσο για το μέγεθος κι εκτόπισμα των κυρίων με τους οποίους παρακάθομαι, μάλλον παραστέκομαι, απόψε μπροστά σας (Μιχάλης Πιερής-Σωτήρης Παστάκας) όσο και για τη μυστική επίκληση του λορκικού ντουέντε που προσδοκώ να με κατακλύσει. Δεν σκοπεύω ν’ αναφερθώ, ωσάν ανέραστος μιζεραμπιλιστής φιλόλογος, στη βιοεργογραφία τού ποιητή, ψυχίατρου, μεταφραστή, δοκιμιογράφου, πότη, καπνιστή, εραστή και πολλά άλλα, Σωτήρη Παστάκα. Ούτε και στην ανοιχτοσύνη του και εγκάρδια προσφορά κι αρωγή του αναφορικά με τους ποιητές/ποιήτριες της 13ης τούτης «βραχονησίδας», με τ’ όνομα Αλάσια ή Κύπρος. Σίγουρα, όμως, πρέπει ν’ αναφέρω πως τη γνωριμία μου μαζί του την οφείλω στον κύριο Γιώργο  Μύαρη. Κοντεύουν ακριβώς 9 χρόνια από τότε, κι ακόμη συγκεκριμένα, 6 χρόνια, στις 21 Οκτωβρίου του 2010 στις πέντε η ώρα το απόγευμα, που τον πρωτοαντίκρισα να με πλησιάζει περπατώντας τη στοά Παπαδοπούλου, στην πλατεία Φανερωμένης της παλιάς Λευκωσίας, μια και πάλι ο κύριος Μύαρης είχε φροντίσει να ορίσει ένα ραντεβού, στο καφενείο του Σύμη Σουκιούρογλου, «Καλά Καθούμενα». Έκτοτε… αφήστε τα να πάνε. Κι αν, ουκ ολίγες φορές, συγκρουσιακά, συνήθως ή πάντα, απ’ τη μεριά μου («ταραγμένος από έμβρυο», έχει στιχοϋφάνει ο ομιλών στην τελευταία ποιητική συλλογή του), πιστέψτε με, πηγαίνουν κι εξακολουθητικά θα πορεύονται μέσα στα χρόνια τ’ άχρονα που μας απομένουν και μας μέλλονται, καθώς αναλογίζομαι εκείνο τ’ αληθές ή θέσφατο που χάραξε ο Νίκος Καρούζος: «Μάταιος ο κόσμος, αλλά πέρασμα.».

   Στο οπισθόφυλλο της συλλογής ποιημάτων του, «Τριλογία», εκδόσεις Παρουσία, 2012, όπου ο Παστάκας εντάσσει τις προηγηθείσες ποιητικές συλλογές-ενότητες, «Χαμένο Κορμί», 2010, «Συσσίτιο», 2011, και την ανέκδοτη, «Ροή Ρακής», ο Κωνσταντίνος Μπούρας, σημειώνει, στο σύντομο κείμενό του με τον τίτλο, «Σπουδή Θανάτου-Γεύσεις Ζωής»: «Ο ποιητής και ψυχίατρος, ο ψυχίατρος και ποιητής Σωτήρης Παστάκας φτάνει με το βιβλίο του αυτό στην άκρα αφαίρεση, στην απόλυτη καθαρότητα του κοινωνούμενου νοήματος. Το ποιητικό υποκείμενο ειρωνεύεται κι αυτοσαρκάζεται υπερβαίνοντας την ίδια την ποίηση προς όφελος ενός λόγου δοκιμιακού, ευσχήμως αναδομημένου. Ο Σωτήρης Παστάκας έχει επιτύχει την καθαρότητα του κοινωνούμενου νοήματος, μακράν πολύ από ακριτομυθίες, μοντερνισμούς, μεταμοντερνισμούς και μετα-μετα-μοντερνιστικές αμηχανίες και ναρκισσισμούς παντός είδους. Είναι εκεί για τους άλλους, για το εμείς, για το εσύ και το εγώ ηχεί αυτοσαρκαστικό, πικρά ειρωνικό, ατελέσφορο κι αδιέξοδο. Καρυωτακικές νότες αυθεντικής απελπισίας, ο Σκαρίμπας, ο Κονδυλάκης κι ο Ρώμος Φιλύρας συνυπάρχουν στην ποιητική του σοφίτα μαζί με τον Μπουκόφσκι και τους σύγχρονους Ιταλούς κι Έλληνες ποιητές. Το χιούμορ είναι ένα βασικό στοιχείο της ποιητικής και της ύπαρξης του Σωτήρη Παστάκα. Τον θυμάμαι πάντα με ένα ποτήρι στο χέρι και να χαμογελάει, να γελάει, να επικοινωνεί με το βλέμμα, με τις μεγάλες ανοιχτόκαρδες χειρονομίες του. Κι αυτό ΕΧΕΙ σχέση με τη γραφή του… . Ο Σωτήρης Παστάκας δεν έγινε τυχαία ψυχίατρος και δεν είναι κατά λάθος ποιητής. Είναι από τις αυθεντικότερες φωνές του καιρού μας, καθαρός, συνεπής, διαυγής σε όλες του τις εκφάνσεις.». Δεν θα διαφωνήσω στο κάτι με τον κύριο Μπούρα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα συμφωνήσω στο οτιδήποτε, τουναντίον, μάλιστα, επαυξάνω… «ψαρεύοντας» δύο ποιήματα του Παστάκα, το ένα από την ενότητα, «Συσσίτιο», και τ’ άλλο απ’ την ενότητα, «Ροή Ρακής». Ακούστε το πρώτο: «Ανάμεσα στο θάνατο/και τη ζωή/μου υπολείπεται/μια σαλάτα μπρόκολο.». Ακούστε, τώρα, τον Ελύτη: «Μια εξίσωση από κολοκύθια που βράζουν χωρίς κανέναν προορισμό είναι η ζωή. Αμέτε να μετρηθείτε, αχθοφόροι του ονόματός σας.». Ελληνική ποιητική συμφωνία ζαρζαβατικών, το λοιπόν, εξόχως συμπλέουσα… «Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού: προς τ’ άστρα», όπως ο Εγγονόπουλος στον «Μπολιβάρ», μας λέει. Ακούστε το δεύτερο: «Μουνί μαγκάλι./Έτσι να βγάλουμε/κι αυτόν τον Χειμώνα./Αγκαλιά μ’ ένα κορμάκι/και μια κουβέρτα.». Ο ερωτισμός στην ποίηση του Σωτήρη Παστάκα είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την παρουσία του, κι ένας στίχος του Αρχίλοχου έρχεται από τον 7ο αιώνα π. Χ., να σιγοντάρει: «παρδακόν δ’ ἐπείσιον.». Ο Νίκος Μουλακάκης μεταφράζει: «Υγρό μουνάκι όλο δροσιά κι οι τρίχες γύρω γύρω.»· ο Ηλίας Κωστόπουλος: «μουσκεμένο το χνούδι της»· ο Δ. Δρακόπουλος: «Το μουχλιασμένο πράμα της.»· ο Γιάννης Δάλλας: «Η τριχωτή χαβούζα της»· ο Κώστας Ρεούσης: «απόνερα μουνοχαράδρας ή και μουνοχανείου». Όμως, όπως και να αποδώσει κανείς, όπως και να εκλάβει κανείς τους στίχους και των δυο, ο Παστάκας το πάει εκεί που σ’ ένα άλλο ποίημά του λέει: «Τα παυσίπονα βυζάκια σου./Οι μυροφόρες παλάμες σου./Το βάλσαμο της αγάπης σου./Για πόσον καιρό θα τα σκέπτομαι;//Πόσον καιρό θα με βασανίζουν;//Έξι μήνες; Ένα χρόνο;//Κάποτε το ξέρω, θα γίνουν:/αδιάφορα βυζιά, παλάμες/ανύπαρκτες, αγάπη.». Οι γυναίκες στην ποίηση και στη ζωή του Σωτήρη Παστάκα βρίσκονται και σ’ εκείνη τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου, «Έλευσις», που κυκλοφόρησε απ’ τις εκδόσεις Ίκαρος, το 1948, και στο ποίημα, «Ύμνος δοξαστικός για τις γυναίκες π’ αγαπούμε»: «είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε σαν λιμάνια/(μόνος σκοπός/προορισμός/των ωραίων καραβιών μας)/τα μάτια τους/είν’ οι κυματοθραύστες/οι ώμοι τους είν’ ο σηματοφόρος/της χαράς/οι μηροί τους/σειρά αμφορείς στις προκυμαίες/τα πόδια τους/οι στοργικοί/μας/φάροι», και παρακάτω: «είναι τα κύματά τους/οι υπέροχες θωπείες/οι Σειρήνες τους δεν μας γελούν/μόνε/μας/δείχνουνε το δρόμο»… και πάει λέγοντας.

   Ως εδώ κατανοητά, ελπίζω, όσα συνυφασμένα ξεστομίζω. Για να σας ψυχανεμιστώ τώρα, μέσα από τον δοκιμιακό λόγο του Μεξικανού, Οκτάβιου Παζ, που ίσως αυθαίρετα αρμόζω με τον ερωτικό ποιητικό λόγο του Παστάκα. Δεν αναφέρω την πηγή, «ας κάνει κάτι κι ο αναγνώστης» που λέει ο Σεφέρης. «Η σχέση της ποίησης με τη γλώσσα είναι παρόμοια με τη σχέση του ερωτισμού με τη σεξουαλικότητα. Και στο ποίημα -γλωσσική αποκρυστάλλωση- η γλώσσα παρεκκλίνει από το φυσικό της σκοπό, την επικοινωνία. Η γραμμική διάταξη είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό της γλώσσας. Οι λέξεις διαδέχονται η μία την άλλη κατά τρόπο ώστε ο λόγος να μπορεί να συγκριθεί με τρεχούμενο νερό. Στο ποίημα η γραμμικότητα συστρέφεται, πισωγυρίζει, προχωρεί ελικοειδώς. Η ευθεία γραμμή παύει να είναι το αρχέτυπο και τη θέση της παίρνει ο κύκλος, η σπείρα. Έρχεται κάποια στιγμή που η γλώσσα δεν ρέει πια και, τρόπον τινά, ορθώνεται και κινείται στο κενό. Άλλοτε πάλι παύει να κυλάει και μετατρέπεται σε διάφανο στερεό -κύβο, σφαίρα, οβελίσκο- που υψώνεται στη μέση της σελίδας. Τα σημαινόμενα παγώνουν ή διαλύονται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αυτοαναιρούνται. Οι λέξεις δεν λένε τα ίδια πράγματα όπως στον πεζό λόγο. Το ποίημα δεν επιδιώκει πλέον να λέει, αλλά να είναι. Η ποίηση βάζει σε δεύτερη μοίρα την επικοινωνία, όπως ο ερωτισμός την αναπαραγωγή. Μπροστά στα ερμητικά ποιήματα αναρωτιόμαστε αμήχανοι: Τι εννοούν; Αν διαβάσουμε ένα ποίημα πιο απλό, η αμηχανία μας εξαφανίζεται, όχι όμως και η έκπληξή μας. Αυτή η διαυγής γλώσσα -νερό, αέρας- είναι άραγε η ίδια με τη γλώσσα των βιβλίων της κοινωνιολογίας και των εφημερίδων; Στη συνέχεια, αφού ξεπεράσουμε την έκπληξη, όχι όμως και τη μαγεία, ανακαλύπτουμε ότι το ποίημα μας προτείνει άλλη μορφή επικοινωνίας η οποία υπακούει σε νόμους διαφορετικούς από εκείνους που διέπουν την ανταλλαγή ειδήσεων και πληροφοριών. Η γλώσσα του ποιήματος είναι η γλώσσα της καθημερινότητας και, ταυτόχρονα, αυτή η γλώσσα λέει διαφορετικά πράγματα από αυτά που λέμε όλοι εμείς. Αυτή είναι η αιτία της δυσπιστίας με την οποία αντιμετώπισαν τη μυστικιστική ποίηση όλες οι Εκκλησίες. Ο Άγιος Ιωάννης του Σταυρού δεν ήθελε να πει τίποτα διαφορετικό από τα κηρύγματα της Εκκλησίας, ωστόσο, δίχως να το θέλει, τα ποιήματά του λένε άλλα. Τα παραδείγματα αφθονούν. Ο επικίνδυνος χαρακτήρας της ποίησης ενυπάρχει στην άσκησή της και παραμένει ο ίδιος σε όλες τις εποχές και σε όλους τους ποιητές. Υπάρχει πάντοτε ένα ρήγμα μεταξύ του κοινωνικού και του ποιητικού λόγου. Η ποίηση, όπως έχω ξαναγράψει, είναι η άλλη φωνή. Γι’ αυτό είναι φυσική και συνάμα ανησυχητική η αντιστοιχία της με τις μορφές του ερωτισμού, σκοτεινές και λευκές, στις οποίες έχω άλλοτε αναφερθεί. Ποίηση και ερωτισμός γεννιούνται από τις αισθήσεις αλλά δεν σταματούν εκεί. Στην πορεία τους εφευρίσκουν φανταστικά σχήματα: ποιήματα και ιεροτελεστίες.». Φτάνει ν’ απαγγείλω ένα και μόνο ποίημα, απ’ τα πολλά ερωτικά του Παστάκα, και το οποίο αγαπώ ιδιαίτερα, που μου φωτίζει ή σκοτεινιάζει στους στίχους του αυτά που μόλις σας διάβασα μέσω του Παζ: «Ο πόνος αρχίζει όταν ξεχνάμε/την πληγή. Έξοδος του βλήματος/δεν υπάρχει. Η είσοδός του έχει/ιαθεί και κλείσει.//Ο πόνος είναι κατάκλειστος./Δεν μπορείς να τον εντοπίσεις/σε όργανα, σε ιστούς και κύτταρα.//Τίποτα δεν τον μαρτυρεί./Διάχυτος κι ασύλληπτος,/σαν τη χαρά φαντάζει. Ο πόνος,/αγάπη μου, γίνεται όταν είναι/μεγάλος, χαρά που συναρπάζει.//Μόνον όποιος αγάπησε πολύ,/μπορεί να αγαπήσει πάλι.». Κι ένας ακόμη στίχος του… μόνος, απλός, άτιτλος και όμως… ποίημα αυτόνομο κι ακαριαίο: «Σαρκοβόρα ζωή».

    Ο σπουδαίος Αμερικανός ποιητής Τζακ Χίρσμαν (γεννημένος το 1933 στη Νέα Υόρκη, και τώρα μόνιμος κάτοικος του Αγίου Φραγκίσκου στην Καλιφόρνια), και φίλος, πλέον, του Παστάκα, στον πρόλογο του βιβλίου, «Food Line», όπου μεταφράζει την «Τριλογία» μαζί με τον Ελληνοαμερικανό, Άγγελο Σακκή, και κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Βορείου Αμερικής το 2014, χαρακτηρίζει την ποίησή του και τον ίδιο… ακριβώς έτσι: «He writes a poetry that I like to refer to aswrite-on’. Meaning that, whether because of his being a medical doctor or because of his poetic insight, Pastakas’ poetry is very direct, contemporary and it speaks the Now.». «Μιλάει το Τώρα», λοιπόν, κι ο Χίρσμαν το «Τώρα» το γράφει με κεφαλαίο το ταυ. Άραγε, ποιο «Τώρα»; Σίγουρα, όχι αυτό που επιδερμικά, φορές, αντιλαμβανόμαστε όλοι. Ο Παστάκας, κυρίες και κύριοι, μιλάει για το «Τώρα» που αχθοφέρνει στο σώμα του εδώ και 62 χρόνια που τον ξέβρασε η μάνα του στον πλανήτη Γης, μέσα στη γλώσσα την παμπάλαια, την ελληνική. Μιλάει για και με το «Τώρα», του παιδιού, του έφηβου, του άντρα που είναι. Κι αυτό το «Τώρα» αφορά στην πολιτική του τοποθέτηση, στους φίλους του, στους ψυχασθενείς που κούραρε, στους ομότεχνούς του,  στις γυναίκες που αγάπησε και μίσησε, στις γυναίκες που τον αγάπησαν και μίσησαν, στο γάτο του τον Χόρχε, στον αλκοολισμό του, στις περιπέτειες της υγείας του, στους συγγενείς του, στη Λάρισα, στη Ρώμη, στην Αθήνα, στην Ελλάδα, στην Κύπρο, στις χώρες που ταξίδεψε -είτε ως ψυχίατρος είτε ως ποιητής-, στην, εν τέλει, αλήθεια του, χωρίς συμπλέγματα, φιοριτούρες, τσιριμόνιες και γεροντικούς παλιμπαιδισμούς. Κι όλα αυτά με πλήρη επίγνωση, και ας μην ίσως το έχει διαβάσει, αυτού που σημειώνει ο Ελύτης μες στις σελίδες της μεταθανάτιας ποιητικής συλλογής του, «Εκ του πλησίον»: «Όπως ο στάχυς μεταβάλλει τη σοφία του σε άρτο, έτσι κι ο ποιητής την αφροσύνη του σε πικρόν υδράργυρον, αλλ’ αγάπης.». Κυρίες και κύριοι: «Εκατοντάδες χρόνια πριν, όταν υπήρχαν ακόμη άνθρωποι που δεν είχαν κλεισθεί στο κλουβί των αιτίων και των αιτιατών, η καρέκλα πετούσε και η θάλασσα πατιόταν. Ο ροφός ανέβαινε το ρεύμα των φυλλωμάτων κι όλοι οι δαίμονες των αγροκηπίων βομβίζοντας περιβάλλονταν το ιμάτιο του Αγίου. Μ’ άλλα λόγια, τότε που του ’παιρναν του ανθρώπου τη μιλιά οι ξωθιές, αυτός μιλούσε. Σήμερα κιοτεύει και συντηρείται με τη μασημένη τροφή των μέσων μαζικής ενημέρωσης –πούθε να περάσει ο άγγελος; ‘Μα είναι πλάσμα της φαντασίας σου’ ψιθυρίζουνε δειλά μερικοί. Ωραία. Κι εκείνη τίνος πλάσμα είναι; Ρωτάω. Ένα βόδι μας βλέπει ή μας φαντάζεται; Η ομορφιά της τέχνης οφείλεται στα υλικά ή στην απόσπαση από αυτά μιας παράστασης που υπερβαίνει το αρχικό υπόδειγμα; Στις Σημειώσεις του ο Braque εξομολογείται ότι για να κινήσει ζωγραφικά το ενδιαφέρον του ένα οποιοδήποτε αντικείμενο είναι ανάγκη προηγουμένως ν’ αποξενωθεί από την χρηστική του ιδιότητα. Κι εγώ, από το μέρος το δικό μου, εξομολογούμαι ότι μπροστά σ’ ένα ωραίο τοπίο δεν θα μπορούσα να γράψω τίποτε. Η φυσική ομορφιά καταπιέζει τη νοητική, που αιτείται την πλήρη απόσπαση και ανάπτυξή της ως το απίθανο. Καλά να ’ναι λοιπόν, από την άποψη αυτή, του καθενός μας η ιδιωτική οδός· που βγάζει σ’ ένα ‘παντού’ που είναι των άλλων το ‘πουθενά’.», τούτα κατά τον Οδυσσέα Ελύτη, κι αφορούν άμεσα και στον Παστάκα και στην «ιδιωτική οδό» της ποιήσεώς του από την εποχή της πρώτης του ποιητικής συλλογής, «Το αθόρυβο γεγονός», του 1986, έως και σήμερα ή «Τώρα». Ακούστε το ποίημά του, «Υπερβολή του απομεσήμερου»: «Μεγάλωσα στην υπομονή κι η υπομονή/Μου άμβλυνε την όραση. Μια όαση/Ανθίζει τώρα στο κέντρο του δωματίου./Την οικεία προοπτική της επίπλωσης/Καλύπτει άγρια βλάστηση. Αναρίθμητα/Φυτά αναρριχώνται στους τοίχους./Θα σβήσουν βέβαια, δίχως ν’ αφήσουν ίχνος,/Αν δεν ολοκληρώσω τη μεταμόρφωσή μου/Και γίνω το ταπεινό ερπετό της ερήμου,//Ο κάκτος που προϋποθέτει το όραμα.».

   Στις 13 Δεκεμβρίου του 2006, ημέρα των γενεθλίων του Σωτήρη Παστάκα, ο κύριος Νίκος Λέκκας καταγράφει μια κουβέντα που είχε με τον ποιητή και αφορά στις ουσίες: αλκοόλ και ναρκωτικά, αν και σ’ ό,τι αφορά στα ναρκωτικά προτιμώ το, «ουσίες που διευρύνουν τη συνείδηση». Όπως και να έχει, η συζήτηση είναι τολμηρή, ένας τοξικομανής κι ένας αλκοολικός, δυο πρώην χρήστες, βάζουν κάτω τις εξαρτήσεις τους κι αναζητούνε δύσκολες αλήθειες πίσω απ’ τα βιώματα. Ο Παστάκας, ανάμεσα σε πολλά όμορφα και σκληρά, αποκαλύπτει κι αποκαλύπτεται: «Όπως δεν νοείται η Οδύσσεια χωρίς συντρόφους -τι θα ήταν ο Οδυσσέας;- έτσι δεν νοείται και η εξάρτηση χωρίς συντρόφους. Είναι μια διαδικασία μύησης, γιατί κανένας δεν παίρνει στο λαιμό του κανέναν, θέλεις και το κάνεις, ούτε σε παρασύρουν ούτε σε επηρεάζουν, απλώς, όπως λέω και σ’ ένα ποίημα, για τον μακαρίτη τον αλκοολικό το φίλο μου, τον ποιητή Θανάση Δημούλη, είναι αυτοί που συνεχίζουνε… Οι πότες είναι αυτοί που συνεχίζουν την παρέα, δηλαδή κάποια στιγμή, η παρέα σκορπάει, και αυτοί που επιμένουν, αυτοί που παραμένουν, αυτοί που συνεχίζουν, αυτοί έχουν και την εξάρτηση: μένει ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του που τους χάνει σιγά-σιγά αλλά ο πότης είναι αυτός που κρατάει όρθια την βάρδια και γι’ αυτό υπάρχουνε και οι κόντρες, δηλαδή ο ένας πότης αντιμετωπίζει με δέος τον άλλο πότη για να δει ποιος θα πέσει κάτω, πρώτος στο πάτωμα… Η πιο καλή μαστούρα είναι η σούρα. Τη σούρα όπως και να την πετύχεις δεν υπάρχει πρόβλημα, δηλαδή άλλος προτιμά το ένα, άλλος το άλλο… Απ’ τη θητεία μου σ’ αυτά τα πράγματα, οι πιο δυνατοί μύστες ήταν όλοι κολλημένοι στο ουίσκι. Ίσως είναι της γενιάς μας. Εμείς ήμασταν κολλημένοι με το ουίσκι, οι μεγαλύτεροι πότες που έχω συναντήσει ήταν κολλημένοι με το ουίσκι. Φυσικά δεν παίζει κανένα ρόλο η ουσία, η διάκριση είναι το ζητούμενο, το ‘ταξίδι του Οδυσσέα’, το να αντιμετωπίσεις τα τέρατα που κουβαλάς μέσα σου, τις σειρήνες, όλα αυτά τα πράγματα, να παλέψεις με τα στοιχειά που κουβαλάς μέσα σου, που μόνο το ποτό -η ουσία- μπορεί να σου προσφέρει ένα τέτοιο ταξίδι. Είναι οι σύντροφοι στην Οδύσσεια, τα καρντάσια στη μαστούρα… Είχα ρωτήσει κάποτε τον Γιώργο  τον Καραβασίλη πότε γράφει, αν γράφει ξενέρωτος ή όχι. Φυσικά ο Γιώργος δεν απάντησε, με κοίταξε μάλιστα και απαξιωτικά και σήκωσε το ποτήρι για ένα τσούγκρισμα…». Όλα όσα έχω πει μέχρι τώρα για τον Σωτήρη Παστάκα, κατοικοεδρεύουν στην έβδομη σημείωση για την ποίηση, του Μιχάλη Πιερή: «Υπάρχει ένας κώδικας ηθικής μέσα στον έκλυτο, για τη συμβατική ηθική, βίο του καλλιτέχνη εν γένει ή ειδικότερα του ποιητή. Άλλωστε, η ζωή ενός πραγματικού δημιουργού, όπως και κάθε γνήσιο έργο τέχνης, δεν μπορεί παρά να υπονομεύει τη διαφθορά που περικλείνει ο δήθεν ηθικός βίος της οργανωμένης υποκρισίας, της θρησκοληψίας, της πατριδοκαπηλίας και της σκηνοθετημένης σεμνότητας που είναι σεμνοτυφία, της κρατικής βίας, της νόμιμης απάτης και της εξουσίας των λογής θεματοφυλάκων της κατεστημένης ηθικής. Μιλώ φυσικά για την εντιμότητα του τεχνίτη που είναι πραγματικά δοσμένος στο έργο που δημιουργεί. Οπότε, ό,τι και αν είναι ο ίδιος στα μάτια και τα μέτρα της συμβατικής ηθικής (ακόμη και ανήθικος ή διεφθαρμένος, για να το πω έτσι προκλητικά), δεν παύει η ζωή του να είναι έντιμη, δεν παύει ο βίος του να είναι αδιάφθορος, εφόσον υπηρετεί με τιμιότητα την τέχνη του.».          

   Κυρίες και κύριοι, ολοκληρώνω την ομιλία αυτή με την απαγγελία του ποιήματός μου, «Η ωδή του αλεξικέραυνου κατακεραυνωμένου ανθρώπου» -το οποίο έδωσε και τον τίτλο αυτού του κειμένου- που συνέλαβα, κυοφόρησα, γέννησα και αφιέρωσα στον Σωτήρη Παστάκα, πριν από δύο χρόνια, στις 13 Δεκεμβρίου του 2014, ημέρα που καβατζάρισε τα 60α του χρόνια: 


Πώς ποταμού χαραγματιά απ’ το φρύδι ερωτομανεί με την καύτρα

Πλάκες τεκτονικές που συναντώνται στο μέτωπο του ρήγματος
ενός κρανίου ποιητή

Μια μεταχειρισμένη ένδοξα πένθιμη καρδιά
κυκλοφορεί στα βράχια φύκια της γενειάδας
του ατρόμητου κασμά

Στις αλαταποθήκες της ράχης φωλιάζουν
στρείδια καμωμένα από αλλόφρονα φρενιασμένες ψυχές
που εισακούστηκαν

Ένα βαθύ κράτος αλκοολικού βλέμματος
λαμβάνει βαπόρι ματσακόνι
μαντρώνοντας κοντραμπατζήδες

Στο μπαλαούρο μπαρμπούτι με το μουνί μαγκάλι
ένα περιδέραιο ηχεί μεσίστια

Εξήντα χρόνια τζόβενο μαρκόνης πλοηγός και καπετάνιος


Σας ευχαριστώ.

Κώστας Ρεούσης
Λευκωσία, Οκτώβριος 2016


Το κείμενο αυτό διαβάστηκε, στις 17 Οκτωβρίου 2016, στην εκδήλωση που οργάνωσε το Τμήμα Βυζαντινών & Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου για την ποίηση του Σωτήρη Παστάκα, στο φουαγιέ του θεάτρου «ένα», στην παλιά Λευκωσία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου