Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2016

Περιθωριακά 29

Ο ποιητής Παντελής Μηχανικός (1926-1979)


Παντελής Μηχανικός
«Εμπιστευτικό για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή»

[Περιθωριακά-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου]

«Σκέφτομαι πως θα ψοφήσει μέσα στην παγωνιά. Κι ο Ιωάννης, σαν ν’ ακούει τη σκέψη μου “πήγαινε” μου φωνάζει, “πήγαινε, ΨΟΦΙΜΙ, στη ζεστασιά σου”.»


Με τον Παντελή Μηχανικό (30.7.1926-20.1.1979) παρέα και συντροφιά, τα «Περιθωριακά» αυτής της Κυριακής και, προπαντός, με πίστη! Με τον Παντελή Μηχανικό και μ’ ολόκληρο το πεζό ποίημά του, που δίνει και τον τίτλο του ελάχιστου τούτου κειμένου. Με τον Παντελή Μηχανικό και την «Κατάθεσή» του (1975), μ’ εκείνα τα δυο ποιήματα (το προαναφερθέν και το «Και πάλι φωνάζει») να «εκκωφαντικά τυφλώνουν» τις φοβισμένες και παρασκηνιακές προσπάθειες μελετητών του έργου του, όπως καθορίσουν το στίγμα και τη στάση του ποιητή σε καιρούς όχι και τόσο δημοκρατικούς (κι ας λέει η επίσημη Ιστορία). Έτσι, διότι ακόμη και το ποίημα «Ωδή για ένα σκοτωμένο τουρκάκι», παρερμηνεύεται ύποπτα από κάποιους που φαίνεται να υπακούουν πειθήνια στις οδηγίες/γραμμές μιας αόριστης και επ’ αορίστω πολιτικά/κοινωνικά ορθής επαναπροσεγγίσεως (να ήξεραν κι αυτό ακόμη, σωστά ή ορθά να πράττανε/πράττουν, κι εγώ πρώτος θα έκανα/κάνω γαργάρα το «κώνειο»). Με τον Παντελή Μηχανικό, το λοιπόν, και τον έντιμο λόγο του, πιο σύγχρονο και σημερινό από ποτέ (κι ας ακούγεται στερεότυπο αυτό), φωτεινό σηματοδότη στη συγκεχυμένη κι άγρια εποχή που διανύουμε.
   Διατηρώ την ορθογραφία του πρωτότυπου κειμένου και τα όποια λάθη (όχι το πολυτονικό), όπως έχει/έχουν καταγραφεί στη συγκεντρωτική έκδοση της ποίησης του Μηχανικού: Παντελής Μηχανικός, «Ποιήματα-συλλογές και άλλα», εκδ. Χρυσοπολίτισσα, επιμέλεια Θεοδόση Νικολάου & Φοίβου Σταυρίδη, Λευκωσία, Οκτώβρης 1982, σσ. 82-83. Το ποίημα, συνοδεύει ένα σύντομο βιογραφικό/κριτικό σημείωμα για τον ποιητή, όπως ακριβώς απαντάται στο επίσημο σχολικό εγχειρίδιο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων, «Κείμενα Κυπριακής Λογοτεχνίας», τόμος Β΄, συντακτική ομάδα Λεύκιος Ζαφειρίου, Γιώργος Μύαρης και Αλέξανδρος Μπαζούκης, Λευκωσία, ανατύπωση 2014, σ. 199. 

Εμπιστευτικό για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή

Ακρίδες και μέλι δια τον Ιωάννην τον Βαπτιστήν. Ναι, αυτός θα βαπτίσει τον αμνόν.
   Και όντως τον εβάπτισε και ο βαπτιστικός εσταυρώθη. Και ερωτώ τώρα εις τόνον ήπιον, τι εκαταλάβαμε, Ιωάννη Βαπτιστή, όσο μέλι και όσες ακρίδες και αν έφαγες, τι εκαταλάβαμε επειδή τον αμνόν δεν τον εσταύρωσες εσύ αλλά άλλοι.
   Ω Ιωάννη, ω τρελλέ αδελφέ μου, δεν ήσουνα πιο δυνατός από εμέ. Εφώναζες και συ όπως εγώ. Και ύβριζες με πολλήν ευγλωττίαν την Ηρωδιάδα αλλά και αυτή δεν τα πήγαινε παρακάτω, σου έκοψε το κεφάλι και της το εσέρβιραν εις ασημένιο δίσκο. Μη μου πεις ότι έφταιγε η Σαλώμη όσον ωραία κι αν χόρευε. Αυτό ήταν το πρόσχημα.
   Πολυαγαπημένε μου αδελφέ, έχασες και συ ο ίδιος το κεφάλι και τον βαφτιστικό σου τον σταύρωσαν. Και μένω τώρα εγώ μόνος μου να φωνάζω. Αλλά φωνάζουν μαζί μου και άλλοι πολλοί και οι περισσότεροι είμεθα τρελλοί και γίνεται θόρυβος και κρότος πολύς και κανείς δεν καταλαβαίνει τι λέγουμε –αλλά κι αν ακόμα καταλάβαιναν δεν θα μας έκαναν το χατήρι να καθήσουν να μας ακούσουν. Ευτυχώς λέω που οι μέλισσες πάνε ακόμη και μαζεύουνε τη γύρη και φτιάχνουνε μέλι. Ευτυχώς ακόμη που οι ακρίδες ξέρουν να πηγαίνουν να τρώνε το σιτάρι. Κι ο ποντικός να κρύβεται. Κι ο λαγός να τρέχει δρομαίως στις ανηφόρες. Ευτυχώς που ακόμη σχεδόν όλα τα δένδρα και πλείστα εκ των ζώων ξέρουν τι τους γίνεται.
   Βέβαια εγώ δεν θα σου έκοβα ποτέ το κεφάλι, αδελφέ μου Ιωάννη, αλλά, ας τ’ ομολογήσουμε, δεν θα τολμούσα να τα βάλω με τον Ηρώδη και θα πήγαινα να κρυβόμουνα. Όσο για την Ηρωδιάδα αυτή θα τη σκότωνα μπαμπέσικα αν μπορούσα. Όχι στα φανερά, πρέπει να ομολογήσω. Ποιος τώρα στα φανερά κάνει πράγματα επικίνδυνα. Και ποιος τολμά να σου πει ένα επικίνδυνο μπράβο. Δεν είναι τώρα καιρός για ύψη.
   Είμεθα γυμνοσάλιαγκες τώρα όλοι, αγαπητέ μου αδελφέ Ιωάννη Βαπτιστή. Βεβαίως με πιάνουνε κι εμένα καμμιά φορά τα μπουρίνια και βάζω τις φωνές στα παιδιά κι ύστερα πάω και κρύβομαι ωσάν τον σκαντζόχερα. Που οι χρυσοί καιροί που φώναζες εσύ! Και σ’ έτρεμε φορές φορές η Ηρωδιάς κι έβλεπε άσχημα όνειρα στον ύπνο της. Οπότε μια μέρα στον ξύπνο της σου την έσκασε.
   Αγαπητέ μου Ιωάννη, για να είμεθα ειλικρινείς, όσα δικαιολογητικά κι αν μου πεις, όση πρόοδος κι αν ισχυρισθεί κανείς ότι έγινε, ας το πούμε, τα έργα των χεριών σου υπήρξαν μηδαμινά. Δεν θα μου πεις τώρα ότι μιλώ προκλητικά εσύ που ήσουνα ένα τέρας προκλητικότητος.
   Κι ο γλυκύς Ιησούς. Ήρθε και το άγιον πνεύμα εξ ουρανού και τον φώτισε. Πού ’ν τον; Έζησε, αλήθεια, μέσα στο μεγαλείο. Και παράσυρε πολλούς στον ωραίο δρόμο. Αλλά πού ’ν τον; Του έχτισαν ακόμη και ναούς για να τον κοροϊδεύουν. Αυτόν. Ναούς ήθελε αυτός; Που θα τους ξανάδερνε με το ματσούκι του και θα τους σκορπούσε. Αλλά πόσα χρόνια ν’ αντέξει κι αυτός. Σκουλήκια είμαστε κατά βάθος. Τρωκτικά. Τι θα μπορούσαμε να φάμε και να μην το σαπίσουμε.
   Εν πάση περιπτώσει -και για να τελειώνουμε- αγαπητέ μου αδελφέ Ιωάννη Βαπτιστή: μπήξε ακόμη καμμιά από τις αγριοφωνάρες σου και μη φοβάσαι. Εξ άλλου εσύ ποτέ δεν φοβόσουνα κανένα. Μπήξε λοιπόν καμμιά από τις αγριοφωνάρες σου για να χαλάσουνε λίγοι ναοί, να εξοργισθούνε κάμποσοι Φαρισσαίοι και να χολοσκάσει καμμιά Ηρωδιάς. Κι αν δεν βρει το κεφάλι σου για να το κόψει, δεν πειράζει, ας πάρει το δικό μου τούτη τη φορά –είναι που είναι χαμένο. Μπήξε λοιπόν καμμιά φωνάρα να ευχαριστηθεί η ψυχή μου. Και μην ξεχνάς πως σε θαύμασα όταν με το κεφάλι: κομμένο μέσα στο δίσκο, έρριξες μια δυνατή φτυσιά μέσα στα μούτρα του μαλάκα του Ηρώδη.

Βιογραφικό/κριτικό σημείωμα
Ο Παντελής Μηχανικός (Λιμνιά Αμμοχώστου, 1926-Λονδίνο, 1979) φοίτησε στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου και στην Αμερικανική Ακαδημία Λάρνακας. Από το 1949 έως τον θάνατό του εργάστηκε ως υπάλληλος στο Τμήμα Τελωνείων.
   Οι χρονικές ενδείξεις των τριών ποιητικών συλλογών του («Παρεκκλίσεις. Σημειώσεις ημερολογίου 1952-1954», 1957, «Τα δυο βουνά», 1963 και «Κατάθεση», 1975) αντιστοιχούν σε καίριες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας του νησιού. Παράλληλα, η διαμόρφωσή του ως ποιητή συντελείται μέσω του διαλόγου του με την ποίηση του Γ. Σεφέρη και του Τ.Σ. Έλιοτ. Ο λόγος του λιτός, καίριος και πυκνός, γίνεται σταδιακά ασθματικός και καταγγελτικός, καθώς η απομυθοποίηση των κυρίαρχων προτύπων ηθικής στάσης, ζωής και συμπεριφοράς τον φορτίζει με μια πικρή οργή και μια ρεαλιστική απογύμνωση, που φτάνει συχνά έως την ειρωνεία και το σαρκασμό. Έτσι, η προσωπική αίσθηση της ιστορίας μεταγράφεται σε συλλογική οδυνηρή εμπειρία και η κυπριακή τραγωδία προβάλλει ανάγλυφη στο σκηνικό της ποίησής του. Το έργο του, πέρα από τη δημιουργική αφομοίωση της ποιητικής του μοντερνισμού, άνοιξε το δρόμο για νέες εκφραστικές επιλογές στους Κύπριους ποιητές.


Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 1η Νοεμβρίου 2015, σ. 5.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου