Ο ποιητής στα ώριμα νιάτα του
Peter Reading
«Με δύναμη από το Λίβερπουλ»
Πολιτισμικοί
Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου
Ο ποιητής που μισεί να γράφει ποίηση
Ψάχνοντας στο αρχείο μου για το θέμα των «Πολιτισμικών Μετεωριτών» της
πρώτης Κυριακής του 2016, κι έχοντας κάτι άλλο κατά νου, τράβηξα από τη
βιβλιοθήκη ένα παλιό τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού «Ρεύματα» (τχ. 28,
Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1995). Τα «Ρεύματα» ήταν ένα ακόμη περιοδικό του
δραστήριου Ντίνου Σιώτη, και θα μπορούσαμε να πούμε πως αποτέλεσε, τουλάχιστον
για τη δεκαετία του ’90, ένα από τα καλύτερα mainstream έντυπα του χώρου.
Στο τεύχος, λοιπόν, που
προαναφέραμε, το οποίο και ήταν-είναι αφιερωμένο στην ποίηση του 1995, με 88
ποιητές από την Ελλάδα-Κύπρο και 18 άλλες χώρες, υπάρχει στις αρχικές του
σελίδες ένα εκπληκτικό όσο και αποκαλυπτικό κείμενο για έναν από τους
κορυφαίους ποιητές του Λίβερπουλ και της Αγγλίας γενικότερα, τον Peter Reading.
Η ιδιορρυθμία ως κατάκτηση
Γεννημένος στο Λίβερπουλ στις 27 Ιουλίου του 1946, ο Peter Reading, εργάστηκε ως δάσκαλος (1967-1968) και δίδαξε Ιστορία της Τέχνης στο Liverpool College of Art (1968-1970). Το 1970 κυκλοφορεί την πρώτη
ποιητική συλλογή του, «Water
and Waste», εγκαταλείπει τη διδασκαλία και ξεκινά να εργάζεται ως χειριστής
γεφυροπλάστιγγας. Έως το τέλος της ζωή του, στις 17 Νοεμβρίου του 2011,
κυκλοφόρησε άλλες 25 ποιητικές συλλογές, απέσπασε τα σημαντικότερα βραβεία
ποίησης της χώρας του, αλλά και των Η.Π.Α., υπήρξε προσκεκλημένος στο ίδρυμα Lannan, στη Marfa του Texas, έγραψε δοκίμια, κριτικές κι ανάμεσα σε άλλα βραβεία
κέρδισε το Dylan Thomas Award για τη συλλογή του «Diplopic» το 1983.
Πρωτοπόρος, πειραματιστής,
σκληρός δεν μασούσε τα λόγια του κι αποδεχόταν και την πιο κακεντρεχή κριτική
που του γινότανε, συνήθως καγχάζοντας. Το κείμενο που αναδημοσιεύουμε παρακάτω
είναι από την εφημερίδα Times
(25.7.1995). Πρόκειται για ένα άρθρο-συνομιλία της Ζιλ Κόρεν για και με τον
ποιητή, όπως δημοσιεύτηκε στα «Ρεύματα» (με κάποιες σιωπηρές
συντακτικές-μεταφραστικές αλλαγές κι αποκοπές), και όπως θα διαπιστώσετε
διαβάζοντάς το αποκαλύπτει ένα σπουδαίο κι αληθινό ποιητή.
Ο δαφνοστεφής του βούρκου
Ο Peter Reading απεχθάνεται τη
λογοτεχνική σκηνή του Λονδίνου χαμογελώντας πλατιά σαν μαθητής. Δεν ανέχεται
τους εν ζωή ποιητές που θα μπορούσε να βάλει κανείς σε ένα κατάλογο μέσα σε
λιγότερο από δυο ώρες. Απεχθάνεται τη διδασκαλία κι αυτός είναι ο λόγος που
πέρασε 22 χρόνια εργαζόμενος ως χειριστής γεφυροπλάστιγγας. Επειδή όμως μισεί
τις φόρμες εργασίας δεν είναι χειριστής πια. Απεχθάνεται τις τηλεοράσεις, τα
αυτοκίνητα και τα τηλέφωνα (πράγμα που καθιστά δύσκολη την επικοινωνία μαζί
του). Δεν είναι λάτρης των τυπικών σχέσεων και δεν του αρέσουν οι άνθρωποι που
τον ρωτούν για την ποίησή του. Αυτό που του αρέσει είναι ένα ποτό και ο πεζός
λόγος του Τζόναθαν Σουίφτ, που απεχθανόταν με μεγαλύτερη αδιακρισία απ’ ό,τι ο
ίδιος.
Ίσως, όμως, ήρθε η ώρα για μια
πιο συγκαταβατική στάση εκ μέρους του. Η πρώτη αναδρομική συλλογή ποιημάτων
του, «Ποιήματα 1970-1984», εκδίδεται σήμερα από τον Bloodaxe και συμπίπτει με τη συμπλήρωση των 49 χρόνων του. Του
χρόνου όταν θα είναι 50 ετών, θα δημοσιευτούν τα «Ποιήματα 1985-1996». Ύστερα
λέει ότι δε θα ξαναγράψει ούτε ένα ποίημα. Η Κάρολ Αν Ντάφι τον θεωρεί αληθινά
πρωτότυπο, αλλά ταυτόχρονα δύσκολο κι ευχάριστο, και οι Times χαρακτήρισαν την ποίησή του ως έξυπνη, πνευματώδη κι εφευρετική.
Δυστυχώς απεχθάνεται να γράφει ποιήματα. Τα νέα θα προκαλέσουν ανακούφιση μόνο
σ’ εκείνους οι οποίοι έχουν εκφράσει οργή με την όχι αυστηρή επιλογή των λέξεων
που χρησιμοποιεί, τα σκληρά θέματά του, την απαισιόδοξη νοοτροπία του και τις
σκατολογικές έμμονες ιδέες του. Τον έχουν ονομάσει «ο ανεπίσημος δαφνοστεφής
της Αγγλίας του Βούρκου».
Πιστεύουμε ότι οι ποιητές το
έχουν συνήθειο να πεινάνε. Μπορεί όμως να επιβιώσει χωρίς να γράφει; «Όχι,
είμαι πάμπτωχος», λέει, πίνοντας σ’ ένα μπαρ του Σρούσμπερι, την κωμόπολη όπου
μένει για ν’ αποφεύγει τους άλλους ποιητές. Επιπλέον επιμένει να πληρώνει το
ποτό του ο ίδιος. «Όταν εγκατέλειψα τη γυναίκα μου πριν από τρία χρόνια, της
έδωσα το σπίτι, το οποίο δεν ήταν υποθηκευμένο και ήταν όλα όσα είχα. Αυτό ήταν
μεγάλο λάθος. Έτσι αγκάλιασα την κυρία φτώχεια, αυτή την άστατη γυναίκα».
Λέγοντάς το, καγχάζει, όπως κάνει όταν μισεί κάτι.
«Θα ήμουν αρκετά ευτυχής αν
ζούσα σ’ ένα βαρέλι, αρκεί το κλίμα να ήταν λίγο καλύτερο. Το πιο σημαντικό
πράγμα είναι η ποίηση, περισσότερο κι απ’ την αγάπη, τη ζωή, όλα αυτά. Από τον
καιρό που ήμουν μαθητής, η τέχνη ήταν το μόνο πράγμα που μ’ έκανε να νιώθω
ολοκληρωμένος». Στην αρχή προσπάθησε να διδάξει. «Το θεωρούσα αυθάδεια να λέω
στους ανθρώπους τι να σκέφτονται. Έκανα διαλέξεις πάνω στην Ιστορία της Τέχνης,
αλλά αυτό θεωρούσα ότι θα έπρεπε να είναι θέμα ατομικού ενδιαφέροντος, κι όχι
κάτι που το διδάσκει ένας δάσκαλος».
Στο «C», μία συλλογή εκατό στροφών με εκατό λέξεις η κάθε
μία με θέμα τον καρκίνο, γράφει: «Ο στίχος είναι για τους υγιείς. Αυτοί που
πεθαίνουν/και οι χειρουργοί χρησιμοποιούν πεζό λόγο». Είπε επίσης ότι «η ποίηση
στις καλύτερες των περιπτώσεων μπουρδολογεί για ασύστατες μειοψηφίες». Η
σκοτεινή του πρόγνωση αφορά έναν κόσμο «μεταλλαγμένων αρθρόποδων τα οποία δεν
είναι πλασμένα για, ή δεν είναι ικανά, να διαβάσουν λογοτεχνία». Αυτός όμως
διαβάζει, «το κάνω γιατί πρέπει κι όχι γιατί μου αρέσει. Το μισώ». Παρόλα αυτά,
αυτή η μάταιη αναζήτηση είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή του. Ένιωσε
περήφανος όταν διόρθωσε τα δοκίμια όλης του της δουλειάς και είδε τη συνάφειά
τους. Δεν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του να κάνει οτιδήποτε άλλο εκτός από
το γράψιμο. Υπάρχει μια αντίφαση εδώ κι αυτό τον δυσαρεστεί.
Από το μηλίτη περνάει στο
κρασί και ξαφνικά δυστυχεί καθώς σκέφτεται τη δουλειά για την οποία ήταν
περήφανος πριν από λίγο. Μιλάει για αποτυχία και λέει ότι γνωρίζει πως η
αίσθηση της ματαιότητας είναι μια άμυνα σε μια πιθανή επίθεση. Λέει ότι κλέβει
σαμπάνια από γιορτές εκδοτών, μεθάει και παραφέρεται -πράγμα που δεν κάνει
σκόπιμα- αλλά πάντα είναι ξεμέθυστος όταν γράφει, πράγμα που θα πάψει να κάνει
από εδώ και στο εξής.
Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο,
«Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 3
Ιανουαρίου 2016, σ. 4.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου