Ο προπάτορας του ποιητή,
Χριστόδουλος -του παπά Θανάση Χριστοδούλου- Παπαθανασίου, από την/τον Τύμβου/Τύμβο
της Μεσαορίας, επαρχία Λευκωσίας, νήσος Κύπρος, Ελλάς· στην Ιερά Μεγίστη Μονή
Βατοπαι(ε)δίου στο Άγιον Όρος, το Κύριο Πάσχα του 1991 (Ευαγγελισμός Της
Θεοτόκου, 25.03, & Ανάσταση Του Κυρίου, 07.04), φωτογραφία ο εγγονός…
Κώστας Ρεούσης
Σμπαράλια
στον Γιώργο Τριλλίδη
Δέκατη Ώρα
ήττα ψυχής κουρέλι
κυρίευε
το λιγοστό του
σώμα
ενώ ο χρόνος αρμός
έσβηνε την αντοχή
μες σε σακούλες
σκουπιδιών
βημάτιζε περιττός
την ακεραιότητα
χρέους
αριθμού
έρωτα κι
αγάπης
πλυσταριό
(η σισύφεια σφαίρα
εισέρχεται
ή
μια χαρακιά
στις φλέβες
παλεύει
ανίκανη
να εκπληρώσει)
κομμάτιασε χρόνια φυλακισμένος τόσα τον άνθρωπο που
μακέλευε αιώνες τη βιαιότητα της σκέψης άρρωστος ανήκεστος αδάμαστος καταρρέων
οργανισμός ανόργανου ήχου πεισματικά ιστοριολογούσε τον αντίλογο της αδιαφορίας
των βλοσυρών δικαίως βλεμμάτων
Ενδέκατη
Ώρα
η φάρσα
του καταραμένου
νυχοκόπτη
παραμόνευε
την ημέρα του
ακονίσματος
αίφνης τα μπρούμυτα
στην άσφαλτο
κι ένα πόδι
στο γύψο
απ’ το χειρότερο
η ζωή του με τη
συνέχεια
(μπαστούνι μια και το
νεύρο
στην εσωτερική αριστερή
του πέλματος ρωγμή
απροειδοποίητα
σφάζει τη στιγμή
παραγγέλνει λεπίδα
κι έρχεται
από τη χώρα των
Ανδαλουσιανών)
κατάψυξε την καρδιά εσώτερα του παράλληλου κόσμου που ζει
στα όνειρα των μουσουλμάνων κι εκείνου του σύμπας της βασιλικής έως
αυτοκρατορικής σειράς σκευάζοντας τον υπόκαυστο
θαλαμίσκο σ’ ένα αόρατο στατικό έργο να θωρεί τη Θάλασσα του Οχότσκ απ’ τα
νησάκια του Χοκάιντο με τη χριστιανική ορθόδοξη πίστη ν’ αλαργεύει σ’ ασφάλεια
αστακού το σεισμικό ρειν που εντεταλμένα υπηρετεί ή ζει στο νησί τ’ Αλασίου τ’ Αλάσιου ή
τ’ Άλας
Δωδέκατη
Ώρα
τότε ή πότε
που
έμπλεξε
εκείνο
το ιερό ποτέ
με
το ανοσιούργημα
που
είναι
εκείνη
η κοινή γυνή
(ζυγίζει
μες στην ταπείνωση
την άκρα
την εκκωφαντική
ογδόη
την των
χορδών
το διαπασών)
κάλπασε τη διαβίβαση ενώ ζηλοφθονώντας αδίστακτα στη
στρέβλωση του ακριβές μνημονικού εκκινούσαν οι σχεδιασμοί των μιαρών παράσιτες
βοσκούσαν οι παραπλανημένες κακόβουλες προθέσεις των πολυλογούδων εριφισσών μες
στη βιασύνη που θριαμβολογεί εριστικά την ανισόρροπη νευρωτικά αιμομιξία των
σπασμένων υδραυλικών της εποχής ενός κωλοχανείου ή κερχανά μιας λοκαντιέρας
τέλος…
Σημείωση
Στην «Ενδέκατη Ώρα», τρίτη στροφή κέντρο, οι δύο λέξεις με κυρτά
γράμματα/στοιχεία, υπόκαυστο θαλαμίσκο,
είναι από το ποίημα του Δημήτρη Καλοκύρη, «Θάλασσα της Ηρεμίας» και την
ποιητική συλλογή «Χρώματα του υγρού ζώου», εκδόσεις ύψιλον/βιβλία, Αθήνα, 1990,
σελ. 46, τρίτη στροφή αριστερά έκτος στίχος.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου