Αλληγορίες ενός λιμανιού που
δεν υπήρξε
10ος Οίκος Ενοχής
~
η Λευκωσία σε μαύρο &
κόκκινο φόντο
Το Χαλκούτσι
αναπτέρωσε το πορτατίφ. Σηκώθηκα από το νεκροκρέβατο με τ’ αριστερό χέρι να μην
υπακούει. Ήχησε το τηλέφωνο και η φωνή φίλου αληθινού έβαλε σε λειτουργία τις
παράφωνες χορδές, καθώς το πρωινό κατούρημα σήμανε την αρρώστια του θερινού
ηλιοστασίου. Φέρνοντας τα ερεβώδη φωτεινά μίλια του μονοπατιού της όποιας
σκέψης απάγγειλα Σεφέρη, κυρίως, για ν’ ακούσω τον ήχο των χαραγμένων γραμμάτων
μέσα στη φυλακή μίας δοτής χώρας και πρωτεύουσας που λέγεται Κύπρος και
Λευκωσία. Μια άτυχη στιγμή καθήλωσε -προσωρινά και σε κουσούρι που
μονιμοποιείται στην κίνηση- τον φίλο σε τροχοκάθισμα. Σταδιακά εκτόξευσε την
υπομονή στην τοξικότητα της ευθυνόφοβης μαλαγανιάς. Ο Αύγουστος απειλούσε τους
ελάχιστους εναπομείναντες πυρόπληκτους μοναχικούς με την ποινή του εξοστρακισμού
στ’ αγροτεμάχια π’ οργώθηκαν από ερπύστριες και εποικήθηκαν από νεκρούς. Η
γελοιότητα του ευκαλύπτου, όταν γέρνει συνεσταλμένος στη χαβούζα που βίασαν τα
εκτρώματα της ιστορίας, προσλαμβάνει ή συλλαμβάνει συντονιστικές επιτροπές
ειδεχθών μεταπολεμικών εγκλημάτων. Ο ποιητής βάδιζε ανερμάτιστος κι
αναξιοπρεπής, ενώ κυριευόταν από την αναβλητικότητα των συγχυσμένων λογισμών
διασύροντας τον πρότερο και τωρινό του βίο στα γράμματα και τις λέξεις. «Με το
στανιό πειραματόζωο κι ακαταπαύστως!»,
ξεστόμισε σ’ έναν ακόμη Σεπτέμβρη πυρετωδών διαπραγματευτικών επανεκκινήσεων
και επερχόμενων προεδρικών εκλογών. Είχε εισχωρήσει το στιγμιότυπο του
βλέμματος ενός φαλακρού τύπου ν’
αναμοχλεύει με σταθερή περιοδικότητα τις Εντυπώσεις
Ενός Πνιγμένου. Μια ποινική δίκη μεγατόνων αχνοφαινόταν ή πλησίαζε
-βουστροφηδόν- όπου τα μέρη της ήταν και είναι από καταβολής δικανικού
συστήματος μπαρουτοκαπνισμένα. Το ζωντανό
ξεκαθάρισε το δρομολόγιο των πρωινών βίαιων εγέρσεων συχνά τα δημητριακά
ορίζουν την αναγκαία αφόδευση που ακολουθεί η ονειρική τρομοκρατία του
θλιμμένου τα πιάτα στεγνώνουν η πλύση με τα χρωματιστά ξεβγάζει το μαλακτικό η
αντικατασκοπία έχει ραντεβού με τα λαρύγγια τ’ αυτιά και τις διαρροές της
νάρκης σε λίγο θα επιστρέψει η τρέλα μακιγιαρισμένη την ασάφεια των στοιχείων
με την εξαίσια κιλότα της επηρμένη να παίρνει μέτρα με δανεικό πριόνι κλεμμένη
μεζούρα και μια σέσουλα για τα οστρακοειδή οι πωλήσεις αρμέγουν στατιστικές σε
δολοφονικά οκτάωρα αγάμητα φωτοτυπικά σέρνουν την απλωμένη μπουγάδα σε σιδερώστρες
μανταλάκια αποτυπώνουν την τσάκιση του γιακά σφραγίζοντας το φέρετρο της
πορτοκαλί συνέχειας φυσικά πρόκειται για την αναχώρηση του τυχαίου με τη γενιά
των σαλτιμπάγκων να ξεφωνίζουν την είσοδο των λαχανικών στην κατάψυξη
περαστικοί δικηγόροι διαδίδουν το ολόφρεσκο δεδικασμένο ο δικαστής χαρτώθηκε
τον εισαγγελέα αγόρασαν αστακούς μεταμορφώθηκαν σε δραπέτες αιτήθηκαν χάρη κι
έσφαξαν τον ανακριτή. Προς το παρόν βλέπει στον τοίχο τον Οκτώβρη,
εισέρχεται σ’ αυτόν και βρίζοντας τα βάρβαρα αυτιά του εγκάθετα διορισμένα
κυβερνητικού νομότυπου χαφιέ, ακονίζει το απονενοημένο διάβημα.
Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο διαδικτυακό
φύλλο επιλεγμένης λογοτεχνίας «Φτερά Χήνας» (www.fteraxinasmag.wordpress.com),
02.11.2017.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου