Τρίτη 2 Απριλίου 2019

Κριτικές 16

Εκδόσεις Φαρφουλάς, Αθήνα, 2015


Παναγιώτης Νικολαΐδης
Η ανοικείωση Του Yπερπραγματικού

[σχόλια πάνω στην ποίηση του Κώστα Ρεούση με αφορμή τη συλλογή του «Ένα τσεκούρι κάθεται» (εκδ. Φαρφουλάς, Αθήνα, 2015)]


Παρά τη σταδιακή άμβλυνση της πρώιμης, υπερρεαλιστικής σκληρότητας, η τελευταία ποιητική συλλογή του Κώστα Ρεούση με τον πολύσημο και ιδιαίτερα ελκυστικό τίτλο  «Ένα τσεκούρι κάθεται-Στο λαιμό χαρτοκόπτη γυναίκας» επιβεβαιώνει ότι ο ποιητής παραμένει στην ουσία, σταθερός και ασυμβίβαστος στις ποιητικές του αξίες, δημιουργώντας ένα ευκόλως αναγνωρίσιμο ποιητικό σύμπαν· ένα σύμπαν στο οποίο, αφενός, η θέαση και ρήση του αοράτου, του αρρήτου και του παραλόγου και αφετέρου η οξύτατη κριτική που ασκείται σε ένα βαθύτερο επίπεδο, στον κοινότυπο, νόμιμο, κοινωνικά καθιερωμένο και συμβατικό κόσμο με τις ψεύτικες αρχές και βεβαιότητές του, συνιστούν στρατηγικούς στόχους ενός ποιητικού λόγου, που διατηρεί εμφανείς στις ρίζες του τις υπερρεαλιστικές του καταβολές (1).  Το «φυσιολογικό» και το «πραγματικό» είναι, λοιπόν, έννοιες που αναποδογυρίζονται, που αναστρέφονται, που ανασυστήνονται και επαναπροσδιορίζονται συστηματικά στην ποίηση του Ρεούση, του ιδρυτή και μοναδικού μέλους της «Υπερπραγματικής Φράξιας Λευκω©ίας» -από το 2005- (2), δημιουργώντας στο πεδίο της γλώσσας μια έντονη ανοικείωση, η οποία διαπερνά όλα τα ολιγόστιχα, επιγραμματικά ποιήματα της συλλογής. Ο ποιητής ωσάν γλωσσική μηχανή, ένα υπαρξιακό στόμα που παράγει κύματα λέξεων, αισθημάτων και συνειρμών αυθαίρετων, στοιχεία, ωστόσο, που ενορχηστρώνονται τόσο ρυθμικά και παρηχητικά όσο και σημειολογικά (3),  λειτουργεί ως μια τεράστια χοάνη που καταδεικνύει την κωμωδία της ύπαρξης.
Η ανοικείωση, λοιπόν, η δημιουργία μιας έντεχνης απόστασης που αποδίδεται, πολλές φορές, ως μεταίσθημα του ποιητικού βιώματος, εδράζεται, επομένως, στον πυρήνα της υπερρεαλιστικής ποιητικής του Ρεούση. Και, καθώς οι φράσεις ή οι λέξεις του ποιήματος εμφανίζονται με μια εγγενή αμφιλογία, είναι, με άλλα λόγια, εκ συστάσεως χαώδεις και δεν υποτάσσονται, εκ πρώτης όψεως, σε λογικές ακολουθίες και συνδυασμούς, παραμένουν, στις περιπτώσεις, βεβαίως, όπου το νόημα δεν κατακρημνίζεται και μαζί του η αναγνωστική απόλαυση, διαθέσιμες σε παιχνίδια που τα ενεργοποιεί η φαντασία του αναγνώστη. Όπως αποκαλύπτει και σε άλλα κείμενά του, ο ποιητής, θεωρεί ότι το νόημα, δηλαδή η αντικειμενική πλευρά της γλώσσας, στην οποία συνήθως περιορίζουμε το ενδιαφέρον μας, αδυνατεί, με την ορθολογική δομή και λειτουργία του, να αποτυπώσει τις λεπτές αποχρώσεις της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Έτσι το νόημα αντί να υφίσταται ή να απουσιάζει, αναβάλλεται συνεχώς. Η κατεύθυνση είναι από τον πυθμένα στην επιφάνεια, από τις πτώσεις στις αναστάσεις, με ενδιάμεση στάση ένα σημείο ουδετερότητας και ακινησίας. Ένα σημείο όπου οι λέξεις αυτοπυρπολούνται και ταυτόχρονα φωτίζουν, υποδαυλίζουν την εξέγερση του σημαίνοντος κατά του σημαινόμενου και την ίδια στιγμή σηματοδοτούν τον εναγκαλισμό τους.

ΤΟ ΓΥΑΛΙΝΟ ΣΠΙΤΙ
μνήμη André Breton

Και όχι μόνο έζησα
Αλλά
Φρόντισα να είμαι
Το γυαλί
Να σπάσω
Να είμαι
Κοφτερός.

Είναι, κατά τη γνώμη μου, εμφανές ότι ο ποιητής έλκεται ακόμη δημιουργικά από τις υπερρεαλιστικές αντιφάσεις, τις αμφίσημες συναιρέσεις και μείξεις και προσανατολίζεται στη δημιουργία ποιητικών αντι-κειμένων ανοιχτών, που συντίθενται και διαλύονται κατά τη βούληση του αναγνώστη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα περισσότερα ποιήματα της ανά χείρας συλλογής, φαίνεται να είναι παράφωνα και ερμητικά, ενίοτε δυσάρεστα, σχοινοτενή και αποσπασματικά πάντα, διαρκώς ανοιχτά σε όλα. Οποιαδήποτε νοηματική οριστικοποίηση ή σταθερότητα συνιστούν, πολλές φορές, για την εν λόγω ποιητική αντίληψη κάτι σαν απαγορευμένη περιοχή, με αποτέλεσμα να εκτρέπεται, ενίοτε, η γραφίδα στην πλήρη σκοτεινότητα ή στην απόλυτη αδιαφάνεια.

ΑΛΑΛΕΣ

Εκ γενετής
Γλώσσης εκτομή
Μαιευτήρ
Εικάζει
Θήλεων.

Αυτό που πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί εμφατικά είναι ότι μέσα σε αυτόν τον ανατρεπτικό χρονοτόπο της γραφής, δεν υπνώττει ένας καλλιτεχνικός εφησυχασμός· αντίθετα κυοφορείται μια σημαίνουσα καλλιτεχνική αντίδραση. Μια αντίδραση που εδράζεται στο γεγονός ότι η σύγχρονη ποίηση, απωθημένη σε ένα περιθώριο, καθώς και μονίμως απομακρυσμένη από την εκδοτική αγορά και την ευρύτερη δημόσια σφαίρα, τείνει να αποτελέσει, έτσι κι αλλιώς, μια τέχνη μάλλον κλειστή και απλησίαστη· μια τέχνη την οποία μάλλον λίγοι διακονούν και λιγότεροι παρακολουθούν. Ο Ρεούσης, λοιπόν, δεν παρακολουθεί την προϊούσα απαξίωση της τέχνης του αδιάφορα και παθητικά, αλλά αντιδρά ρομαντικά και μαχητικά σε αυτήν. Διαπλέκοντας την αισθητική καινοτομία που παράγεται από την επαναφορά υπερρεαλιστικών τρόπων και ερωτημάτων στο μεταμοντέρνο, σύγχρονο πλαίσιο της γενικευμένης μείξης, ο ποιητής με την αναβολή του νοήματος δεν αποκαλύπτει μόνο την άρνησή του να παίξει με τους όρους του κατεστημένου επικοινωνιακού και κοινωνικού συστήματος, αλλά κυρίως, μια αντισυμβατική, ποιητική ηθική.

ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ ΔΕ ΘΑ ΜΠΕΙΤΕ ΠΟΤΕ

Τα χειρότερά σας λόγια
Ζητώ
Να με στολίζουν
Την ώρα
Που μιλώ.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ανάγνωσης, η αντισυμβατική ποιητική ηθική και γραφή του Κώστα Ρεούση δεν αποτελεί με κανένα τρόπο ανώδυνη, ποιητική μανιέρα, που επιχειρεί να επαναφέρει υπερρεαλιστικές, και όχι μόνο, στρατηγικές. Πρόκειται, μάλλον, για μια ιδιάζουσα και τραυματισμένη ποιητική συνείδηση, που στρέφεται με οργή, πρωτίστως, κατά του εμπορευματοποιημένου και άμεσα ευανάγνωστου κόσμου του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, ο οποίος με τον ανενδοίαστο τρόπο που χειρίζεται τα σημεία και την επικοινωνία μέσω των υπολογιστών και του διαδικτύου, απειλεί να τορπιλίσει τη λεκτική μας ευαισθησία. Στον σύγχρονο κόσμο, λοιπόν, του άμεσα ευανάγνωστου, των φευγαλέων αντιλήψεων και της άμεσης κατανάλωσης, όπου κινδυνεύουμε να απωλέσουμε την πρωταρχική εμπειρία της γλώσσας, η ποίηση του Ρεούση αντί να μας επιτρέψει απλώς να την καταναλώσουμε, δεν παραδίδεται εύκολα, μας αναγκάζει να παλέψουμε μαζί της. Κι έτσι αναζητώντας τη σημασία στα συμφραζόμενα των λιγότερο λογικών ή άρρητων διαστάσεων της ύπαρξής μας, ο ποιητής υψώνει κραυγή αγωνίας για το παρόν και το μέλλον, η οποία, καθόλου τυχαία κατά τη γνώμη μου, κυοφορεί έναν ενδιαφέροντα διακειμενικό διάλογο με τον «τρελό λαγό» του υπερρεαλισμού, τον Μίλτο Σαχτούρη (4).

DIVINE

Δεν έχω γράψει ποιήματα
Στα γράμματά μου ξεριζώνομαι
Πικροσύνη ιερότατη του ιερού (5)
Στάση ανθρώπινη
Εκβιασμός ψυχής
Στην έξοδο.

Μια πιο προσεκτική ανάγνωση των ποιημάτων της ανά χείρας συλλογής, αλλά και γενικότερα της συνολικής ποιητικής κατάθεσης του Ρεούση, επιβεβαιώνει, εξάλλου, τον έντονο κοινωνικό και πολιτικό προβληματισμό του. Κι αυτό γιατί η αντισυμβατική στάση και κραυγή του ποιητή δεν περιορίζεται μόνο αυτοαναφορικά στην ποίηση, αλλά επεκτείνεται  παράλληλα και σημασιολογικά στο πεδίο της ιστορίας, της κοινωνίας και της πολιτικής της γλυκείας νήσου, αποκαλύπτοντας με τόλμη αφενός την κοινωνική υποκρισία, την πολιτική και εκκλησιαστική διαφθορά και αφετέρου την καταναλωτική και τηλεοπτική ύπνωση μπροστά στη συνεχιζόμενη τούρκικη κατοχή. Πιο συγκεκριμένα, εντοπίζουμε μια πανταχού παρούσα αίσθηση της φθοράς, η οποία εξακτινώνεται και διαπερνά αποδυναμώνοντας την κάθε στιγμιαία πρόσδεση σε συμβατικές καταστάσεις ζωής, προσωπικής και συλλογικής. Φθοράς όχι μόνο υλικής, αλλά και συναισθηματικής, η οποία υποβάλλεται κυρίως με τη δραστική μεταφορά και τη χρήση συμβόλων και οδηγεί το ποιητικό υποκείμενο τόσο στον αυτοσαρκασμό όσο και στον ειρωνικό καυτηριασμό της γενικής αδιαφορίας, της υποταγής και της σιωπής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η στρατηγική των ελλειπτικών εικόνων και των τολμηρών υπερρεαλιστικών συζεύξεων -μέσω των οποίων ιχνογραφούνται είτε ως υπαρξιακή πορεία στο άνυδρο τοπίο της μοναξιάς του παρόντος, όπως την υποβάλλει ο ενεστώς αφηγηματικός χρόνος, είτε ως υπαρξιακή αναγωγή στους άπιαστους τόπους του παρελθόντος, όπως το αναδεικνύει η μνήμη- οδηγούν τον αναγνώστη στην επίμονη επανάληψη ορισμένων θεματικών περιοχών (τραυματική, παιδική ηλικία, ανεκπλήρωτος έρωτας, φθορά, ποίηση, κοινωνικός προβληματισμός), που στοιχειώνουν τον ποιητικό του κόσμο.

ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΤΤΙΚΗΣ

Το κοριτσάκι που
Τραγουδά παν’
Απ’ το τρόλεϊ
Το λένε
Κατερίνα. 

Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΙΣΟΦΕΓΓΑΡΟΥ
Αφουγκραστείτε
Τους αντίκρυ
Στήστε
Αυτί
Μυρίστε. (6)

Στο στοιχειωμένο, λοιπόν, σύμπαν του Ρεούση, «ένα τσεκούρι, όντως, κάθεται» και είναι έτοιμο να πετσοκόψει ό, τι θεωρείται ποιητικό, δηλαδή υποταγμένο σε σχήματα λόγου και συνεπές προς μια κοινώς παραδεκτή αισθητική αντίληψη περί ωραίου. Κι είναι για τούτο που παρατηρούμε τόσο τη χρήση λέξεων που συμβατικά δεν φαίνονται ποιητικές, λέξεις της καθομιλουμένης που δεν θέλουν να σεβαστούν την ιερότητα της ποιητικής γλώσσας όσο και την τολμηρή σύζευξη λέξεων από διάφορα γλωσσικά περιβάλλοντα (βιβλικό, καθημερινό, λυρικό και επιστημολογικό, ρεαλιστικό και φανταστικό, αρχαΐζον). Παράλληλα, η έντονη αυτοαναφορικότητα, αλλά και η διακειμενικότητα που παρατηρούμε (7),  οι οποίες είναι εμφανείς σε όλο το έργο του Ρεούση, δεν είναι αποτελέσματα, κατά τη γνώμη μου, εύκολης και αυτάρεσκης επίδειξης, αλλά συνδέονται άρρηκτα με τον στοχαστικό προβληματισμό για την κοινωνική, ιστορική, πολιτική, ποιητική και ανθρώπινη ταυτότητά του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ανάγνωσης, μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως, τελικά, όλες οι συλλογές του ποιητή συγκροτούν ένα ενιαίο corpus, καθώς το ένα βιβλίο φωτίζει πρωθύστερα το άλλο.
Συνοψίζοντας, η διεισδυτική και αντισυμβατική ματιά του Ρεούση, ο σαρκασμός και το δηκτικό του χιούμορ, η τόλμη στα θέματα και τη γλώσσα, η ευφυής αξιοποίηση της ιστορίας και της παράδοσης, η έντονη αυτοαναφορικότητα, η διακειμενικότητα, η τολμηρή εικονοποιία (8),  η πολυσημία και τέλος μια αντιθετική δόμηση, που τις περισσότερες φορές συναιρεί υπερρεαλιστικά τους αντίθετους όρους  ( π.χ. έρωτας/ομορφιά και θάνατος/ασχήμια, φως και σκοτάδι, σιωπή και λόγος) συνιστούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός αυτόνομου και αναγνωρίσιμου ποιητικού κόσμου. Οι αδυναμίες που εντοπίζω, αφορούν πρώτα μια υπέρμετρη σκοτεινότητα ή ακόμη την απόλυτη αδιαφάνεια κάποιων ποιημάτων και ύστερα μια ροπή προς την επιτηδευμένη γλωσσοθηρία, στοιχεία που προκαλούν, κατά την άποψή μου, ρήγμα στην υλικότητα της εικόνας και κατά συνέπεια στην ικανότητα του στίχου να πυροδοτήσει τη συγκίνησή μας. Πέρα από αυτά, η παρούσα συλλογή, αλλά και η συνολική ποιητική του πρόταση, επιτυγχάνει την ώσμωση του πραγματικού και του φανταστικού και αποτελεί ένα ολοκληρωμένο σύνολο ποιητικής σύλληψης.

ΚΑΝΕΙΣ

Όσο μικρός
Ασήμαντος είμαι
Τόσο οι διαστάσεις
Απλώνονται έως
Μία ηδύτητα
Μια ομορφιά μια
Ωραιότητα εν τέλει
Στίγματος.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Προηγήθηκαν «Χαμαιλέων» (ιδιωτική έκδοση, Αθήνα, 1995, 2000), «Feuille Volante Υπερπραγματικής Θρασύτητας»     (Τυφλόμυγα, Αθήνα, 2008), «Ο Κρατήρας του Γέλιου μου» (Φαρφουλάς, Αθήνα, 2009), «Καρίνα» (Φαρφουλάς, Αθήνα, 2012), «Ναρικατέ-Μία γυναίκα που δεν υπήρξε» (Φαρφουλάς 2013), «Η Ωδή του Αλεξικέραυνο Κατακεραυνωμένου Ανθρώπου» (Ενδυμίων 2014, ψηφιακή πλακέτα εκτός εμπορίου) και Costas Reúsis, «La irrealidad submarina», δίγλωσση ανθολογία 60 ποιημάτων, trad. Mario Domínguez Parra (edic. La Isla de Siltolá, Sevilla, 2017).
2. Βλ. τη συνέντευξή του στον Γιάννη Ζελιαναίο «Η ποίηση γράφεται-γίνεται με γράμματα», περ. «Strawdogs», τχ.4, Λευκωσία, Φεβρουάριος 2014.
3. Παρά τον έντονη έλξη που άσκησε και ακόμη ασκεί ο υπερρεαλισμός στον ποιητή, θεωρώ ότι ο πειραματισμός με την υπερρεαλιστική αυτόματη γραφή είναι πιο έντονος στη συλλογή «Ο Κρατήρας του Γέλιου μου» (Φαρφουλάς, Αθήνα 2009). Αλλά ακόμη και σε αυτή την πρώιμη συλλογή ο αυτοματισμός ελέγχεται, τιθασεύεται και εντάσσεται οργανικά και λειτουργικά σε ένα ενιαίο ηχητικά ποιητικό σύνολο. Δεν είναι, δηλαδή, κατά την άποψή μου, «Υπαγόρευση της σκέψης, με την απουσία κάθε ελέγχου απ’ τη λογική, έξω από κάθε προκατάληψη αισθητική ή ηθική», βλ. Αντρέ Μπρετόν, «Μανιφέστα του Σουρεαλισμού», εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ελένης Μοσχονά, Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1983, σ. 29.
4. Βλ. συγκεκριμένα το ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη « Ο στρατιώτης ποιητής», «Ποιήματα»  (1945-1971), Κέδρος 1977, σ. 134.
5. Εδώ σημειώνω ότι ο ποιητής τιτλοφορεί τον προσωπικό του ιστοχώρο «Ασκληπιείο της πικροσύνης».
6.  Στο ολιγόστιχο αυτό ποίημα ο ποιητής διαλέγεται ευφυώς και δημιουργικά, νομίζω, με τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Δ. Σολωμού.
7.  Το έντονο διακειμενικό δίχτυ που απλώνει η ποίηση του Ρεούση με τους Έλληνες και ξένους υπερρεαλιστές, τον Σεφέρη, τον Καρυωτάκη, τον Σολωμό, τον Ελύτη, τον Καρούζο, τη σύγχρονη ελληνική ποίηση και την παγκόσμια λογοτεχνία γενικότερα, δεν αποδεικνύει, μόνο τις λογοτεχνικές του προτιμήσεις, αλλά και το εύρος των διαβασμάτων του.
8. Βλ. Αντρέ Μπρετόν, «Μανιφέστα του Σουρεαλισμού», ό.π., σ. 24: «Η εικόνα είναι μια καθαρή δημιουργία του πνεύματος. Δεν μπορεί να προκύψει από μια σύγκριση αλλά από την προσέγγιση δυο περισσότερο ή λιγότερο μακρινών πραγματικοτήτων».


Η κριτική του Παναγιώτη Νικολαΐδη πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Διόραμα», τχ. 17, Λευκωσία (Μάρτιος-Απρίλιος 2018), και συμπεριλαμβάνεται  στο βιβλίο του ιδίου: «Η γενιά της κατοχής και της αφθονίας» [14 κριτικά κείμενα για τη σύγχρονη ποίηση στην Κύπρο μετά το ’90], εκδόσεις Διόραμα, Λευκωσία, Μάιος 2018, σ.σ. 125-132.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου