Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018

Βιβλιοστάσεις 3

Παναγιώτης Νικολαΐδης, «Η γενιά της κατοχής και της αφθονίας», εκδόσεις Διόραμα, Λευκωσία, Μάιος 2018, σ. 144


Ο ρόλος του κριτικού (ή «κριτικογράφου»: όρος -αδόκιμος ίσως- που προτιμώ) είναι να δυναμιτίζει τα «ζωντανά» κείμενα και αυτός του δοκιμιογράφου είναι να θεμελιώνει την έκρηξή τους. Ο Παναγιώτης  Νικολαΐδης, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ακροβατεί και στα δυο, καταφέρνοντας να ισορροπήσει τις δύο αυτές, τόσο ομόρροπες όσο και αντίρροπες, δυνάμεις, και να τις εξωτερικεύσει στην κριτική-θεωρητική-φιλολογική γραφή του.
  Η έκδοση των 14 κειμένων του για τη σύγχρονη ποίηση στην Κύπρο μετά το ’90, αποτελεί, τουλάχιστον στο στενό πλαίσιο της ελληνοκυπριακής πραγματικότητας, μια πράξη τόσο θάρρους όσο και θυσίας. Και εξηγούμαι: «θάρρους» για το λόγο ότι χαρτογραφεί με επιστημονική επάρκεια την ποιητική κατάθεση της «γενιάς της κατοχής και της αφθονίας», όπως την αποκαλεί, και «θυσίας» για το γεγονός ότι ως δόκιμος ποιητής ο ίδιος, παραμερίζει την ιδιότητά του αυτή προς χάριν της φιλολογίας.
  Τα κείμενα του Νικολαΐδη είδαν το φως της δημοσιότητας σε ελληνοκυπριακά λογοτεχνικά περιοδικά (εκτός αυτά που αφορούν στην ποίηση των Στέφανου Σταυρίδη και Ανδρέα Γεωργαλλίδη) από το 2003 έως το 2018. Έτσι, περιέχονται κείμενα για συγκεκριμένες ποιητικές συλλογές και γενικότερα για την ποίηση των: Χριστιάνας Αβρααμίδου, Βάκη Λοϊζίδη, Γιώργου Καλοζώη, Πάμπου Κουζάλη, Αντώνη Γεωργίου, Γιάννη Ποδιναρά, Χριστόδουλου Καλλίνου, Γιώργου Χριστοδουλίδη, Λεωνίδα Γαλάζη, Αλεξάνδρας Γαλανού, Μιχάλη Παπαδόπουλου, Στέφανου Σταυρίδη, Κώστα Ρεούση και Ανδρέα Γεωργαλλίδη.
  Είναι εμφανές πως η εργασία του συγγραφέα αφορά, πέρα από τους ίδιους τους ποιητές και τις ποιήτριες που το έργο τους κρίνεται, σαφώς την πανεπιστημιακή κοινότητα σε Κύπρο και Ελλάδα που ασχολείται ειδικευμένα με την ποίηση και τη λογοτεχνία γενικότερα, και βεβαίως ένα συγκεκριμένο-μυημένο αναγνωστικό κοινό. Το οποίο κοινό, θέλω να πιστεύω, είναι υποψιασμένο αναφορικά με την ποίηση που παράγεται στο νησί τα τελευταία σχεδόν 30 χρόνια, έχοντας ανάγκη από τέτοιου είδους βιβλία έτσι ώστε να εμβαθύνει ακόμη περισσότερο στο έργο ποιητών/ποιητριών που διαβάζει, ή και που με «εμμονή» μελετά. Δυστυχώς, όμως, ο μέσος όρος αυτών που υποτίθεται πως ασχολούνται με την ποίηση και η ανταπόκρισή τους προς αυτήν και σ’ αυτούς/αυτές που την παράγουν, για να μην πω «γεννούν», είναι επιεικώς παιδαριώδης, αναλισκόμενη σε φιλοφρονήσεις, αβρότητες και παρασκηνιακές «χωματουργικές εργασίες», ένεκα και του κοσμοπολιτικού επαρχιωτισμού που, εξακολουθητικά, μας στιγματίζει.
  Έτσι, το σημαντικό αυτό βιβλίο έρχεται ακριβώς στην ώρα του, θα έλεγε κάποιος, να θεμελιώσει το κενό που υπήρχε στην κριτική πρόσληψη της σύγχρονης ελληνικής κυπριακής ποίησης μετά το ’90. Και ορθώς ο συγγραφέας, αφού έχει φροντίσει να ορίσει επαρκώς τη θέση αυτών που ασχολούνται με την κριτική της ποίησης, αναφέρει/δηλώνει απ’ την πρώτη παράγραφο της κατατοπιστικότατης εισαγωγής του: «Κι είναι για τούτο που δηλώνω εξαρχής και αναφανδόν ότι τα κείμενα που απαρτίζουν τον ανά χείρας τόμο αποτελούν προϊόν μιας αυθόρμητης, ανιδιοτελούς και, κυρίως, αγαπητικής σχέσης με τα κρινόμενα ποιητικά βιβλία της σύγχρονης παραγωγής στο νησί, για την οποία η κριτική εν Κύπρω και εν Ελλάδι δεν έχει δώσει ακόμη την πρέπουσα σημασία.», (σ. 9).
  Όσοι έχουν παρακολουθήσει, έστω και ακροθιγώς, την πορεία του Παναγιώτη Νικολαΐδη, τόσο ως κριτικού-δοκιμιογράφου όσο και ως ποιητή, δεν μπορούν να αμφισβητήσουν την αρραγή και σε βάθος παρελθόντος χρόνου σχέση που έχει καλλιεργήσει και καλλιεργεί με την ελληνική κυπριακή ποίηση, και όχι μόνο. Γι’ αυτό, κατά την άποψη μου, θεωρώ πως δικαίως και νομοτύπως μπορούμε να αναφερόμαστε σ’ αυτόν, ως έναν από τους αρτιότερους σύγχρονους κριτικούς λογοτεχνίας του νησιού. Εύχομαι και ελπίζω το βιβλίο να βρει τους ουσιαστικούς αναγνωστικούς αποδέκτες του και να τους οδηγήσει στο πρωτογενές έργο των κρινόμενων ποιητών/ποιητριών, που άλλωστε είναι και ο σκοπός, εάν όχι ο διακαής πόθος, της συγκεκριμένης κριτικής κατάθεσης.              
  Ολοκληρώνοντας, ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στην εικαστική επιμέλεια του βιβλίου του ζωγράφου Σταύρου Κίκα, με το εξώφυλλο και τα έργα που παρεμβαίνουν ανάμεσα στα κείμενα, όλα καμωμένα με κάρβουνο, να συνομιλούν διακριτικά και μεστά τόσο με τον κριτικό-δοκιμιακό λόγο του Νικολαΐδη όσο και με το έργο των ποιητών.  

Κώστας Ρεούσης


Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1974. Είναι ποιητής, κριτικός και εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Ποιήματα, βιβλιοκρισίες και μελέτες του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά και επιστημονικά περιοδικά στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές και μία μελέτη για το ποιητικό και κριτικό έργο του Θεοδόση Νικολάου.

Περιοδικό «Το Πεζοδρόμιο», 3ο τχ., Λευκωσία, 1η Οκτωβρίου 2018, σ. 30.

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

Βιβλιοστάσεις 2

Γιάννης Ζελιαναίος, «Carαυτοκτονία», εκδόσεις Bibliothèque, Αθήνα, Φεβρουάριος 2018, σ. 48


Κατακτητής και κάτοχος μίας προσωπικής αργκό, ο Γιάννης Ζελιαναίος, μας παραδίδει ένα μακροσκελές ποίημα (περίπου 900ων τόσων στίχων κι όσων στροφών πρέπει) όπου αναμετριέται μ’ ό,τι αγάπησε και μίσησε. Καρφώνοντας στεγνά το ρέκβιεμ μιας Αθήνας στους δρόμους των Εξαρχείων και στο δόξα πατρί μας, συνομιλεί μ’ όλα εκείνα που διάλεξε να τον θρέψουν κι εξακολουθούν να τον θρέφουν. Ποιητές και συγγραφείς, σκηνοθέτες και μουσικοί, φίλοι, εχθροί και γυναίκες, ποιήματα και κείμενα, ταινίες και τραγούδια, συμπεριφορές και ξεσκαρταρίσματα ολοκληρώνουν και ολοκληρώνονται την και στην «Carαυτοκτονία», τον Αύγουστο του 2017 στη Λευκωσία (μέσα στη λάβα του κυπριακού καλοκαιριού) όπως αναγράφεται και στο τέλος του ποιήματος, την οποία κι εκσφενδονίζει στην πόλη που τον γαλούχησε. Παραθέτω: «γαμιόλα Αθήνα μού ’λειψε το βυζί σου / η ρώγα σου που σπαρταράει στα μπατζάκια μου / οι ταξιτζήδες που σωρηδόν χασμουριούνται στα νυχτοκάματα / έχοντας πιο πριν σκουπίσει τα χύσια τους / μ’ αθλητική κωλοφυλλάδα / η πίκρα του έλατου / εκεί στην τρίτη σεπτεμβρίου / που ξεμονάχιαζα τη μέλπω /παντρεμένη με παιδί από πρώτο γάμο / και τώρα καρκινωμένη σε λάκκο νοτίων προαστίων», σελίδες 43-44.
   Στην πέμπτη ποιητική συλλογή του και συμπληρώνοντας 40 χρόνια στο στερέωμα ή κουρμπέτι τού «μάταιος ο κόσμος αλλά πέρασμα», έτσι για να θυμηθούμε και τον Νίκο Καρούζο, ο Ζελιαναίος καταθέτει ένα καθόλα σύγχρονο «λαϊκό» ποίημα. Κι αν θέτω τη λέξη «λαϊκό» σε εισαγωγικά, είναι για να μην παρεξηγήσουμε τη βαθιά και κατασταλαγμένη λαϊκότητα που χαρακτηρίζει, κατά τη γνώμη μου, την «Carαυτοκτονία». Ο λόγος: τραχύς, ρέων, μπαρουτοκαπνισμένος, καθημερινός, παραληρηματικός και ήρεμος, όπου χρειάζεται, να κατεβάζει ταχύτητα για να μαρσάρει ξανά άγρια μετά τη στροφή μιας κατρακύλας. Η τσογλανοπαρέα του Αρχίλοχου, του Ανακρέοντα κι άλλων ιαμβογράφων αθυροστομούν, βωμολοχούν, πίνουν και καπνίζουν μέσα σε μια κούρσα, όχι απαραίτητα θανάτου, στα στενά της Αθήνας με πυρήνα τα Εξάρχεια κι άξονες τα στενά πέριξ της γριάς αυτής πλατείας. Ένας δισκοθέτης-αυτοκινητιστής, ο ποιητής, οδηγεί τα αιμοσφαίριά του σε μια διαδρομή που έχει περπατηθεί. Κρίνει το βίο του, κρίνει τους άλλους, κρίνει τα πράγματα και σπιντάρει, σπιντάρει, σπιντάρει έως και τον καταληκτικό στίχο του ποιήματός του. Παραθέτω: «σινεμά και μουσικής / στίχου και τοίχου / αριθμός κούτας / κάμποσες / δεν παίζω πια τσόγλανε / δεν γράφω πια κούκλε μου / την θανατίλα πολλοί αγάπησαν / την ανθρωπίλα όλοι / μην κοιτάς τι σπέρνουν / αν είναι να το πεις πια / πες το κοινότοπα / παντρεύτηκαν / έκαναν παιδιά / γάμησαν τον αέρα / την έπαιξαν  με τις λέξεις / κι από ζωή παντόφλα / ε ρε γλέντια που έχει ο θάνατος / ο πραγματικός / αυτός από πιτζάμες / χοληστερίνη / κόκαλο τριμμένο / χάπια ηρεμιστικά / ύπνο κώλο με κώλο / μούγκα στη στρούγκα / και το τσαρδί πεθερονοίκι», σελίδες 34-35.     
   Εάν αποφεύγω ν’ αναφερθώ στην επιρροή που έχει ασκήσει ο Τσαρλς Μπουκόβσκι στον ποιητή Γιάννη Ζελιαναίο, είναι γιατί αυτή η ποιητική/συγγραφική σχέση κραυγάζει την ανάγκη μίας ξεχωριστής μονογραφίας. Ο Ζελιαναίος, απ’ αυτά που γνωρίζω περί ποιήσεως και λογοτεχνίας, είναι ο μόνος που κατάφερε να βουτήξει στον ωκεανό των στίχων και των αράδων του Μπουκόβσκι, ν’ αναδυθεί ως ο τελευταίος επιζών από την τελική αναμέτρηση ενός σκληρού γουέστερν και ν’ αράξει στην μπάρα του γούστου του ακούγοντας σκληρές μουσικές και χαράζοντας αιμάτινους στίχους της Εμπειρίας. Ο Γιάννης Ζελιαναίος είναι κάτοχος του μυστικού και του στοιχήματος: ποτέ δεν ξέρεις εάν θα τη βγάλεις καθαρή σκαλίζοντας το ποίημα, κι οι πιθανότητες δεν είναι ποτέ υπέρ του στιχοπλόκου. Παραθέτω: «σ’ το λέω και δεν καταλαβαίνεις τίποτα / είναι πιο τίμιο πια να αλλάζεις ένα μπουλόνι / παρά να πετάς ένα τετράστιχο στην εξυπνάδα / τίποτα δεν ξέρουμε / και πασχίζουμε να μη μάθουμε καν / τους εαυτούς μας μέσα από τις αηδίες / που γράφουμε / τα μόνα λόγια που αξίζουν στις μέρες μας / είναι το αίμα που τρέχει απ’ τη μύτη», σελίδες 29-30.       
   Ιδιαίτερη μνεία οφείλω και στη σελιδοποίηση/σχεδιασμό του βιβλίου από τον Στέλιο Χέλμη και στην επιλογή του pulp χαρτιού, όπου περισσότερο κι από αρμονικά συνάδουν με την αισθητική των στίχων του ποιητή αναδύοντας, σε κάθε γύρισμα σελίδας, τη χαρακτηριστική εκείνη οσμή του χαρτοπολτού. Τέλος, η «Carαυτοκτονία» είναι ακατάλληλη για μωρές «παρθένες» στις κάψες τους, σαλονάτες κυρίες της εγχώριας λογοτεχνίας και σοβαροφανείς πνευματικούς ταγούς.  

Κώστας Ρεούσης
 

Ο Γιάννης Ζελιαναίος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία ως -σοβαρός και συνεπής στις μουσικές του επιλογές- δισκοθέτης (και όχι μόνο) εδώ και κάποια χρόνια. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Καλώς ήρθες χειμώνα, γραφιά της νιότης μας», εκδ. Εριφύλη, 2004 / «Άννα», εκδ. Εριφύλη, 2005 / «Ο Διάβολος πάνω σε στρατσόχαρτο», εκδ. Ενδυμίων, 2009 / «Μακάριοι οι σκύλοι του οινοπνεύματος», εκδ. Straw Dogs, 2015 / «Ο Διάβολος πάνω σε στρατσόχαρτο», εκδ. Straw Dogs, 2016 (2η έκδοση, συμπληρωμένη με τρία πεζά).

Περιοδικό «Το Πεζοδρόμιο», 2ο τχ., Λευκωσία, 1η Ιουλίου 2018, σ. 31.

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2018

Βιβλιοστάσεις 1

Χάρη Ν. Σπανού, «Τοπικό κλίμα», εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία, Φεβρουάριος 2018, σ. 64


Μία ιδιαίτερη νουβέλα -σε 12 έντιτλα μέρη τα οποία θα μπορούσαν να διαβαστούν και ως μεμονωμένα διηγήματα- έρχεται να προβληματίσει ή ακόμη και να αποκαλύψει, ίσως ενοχλητικά, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του τόπου μας. Μια ιστορία που περιδιαβαίνει με κινηματογραφικές εναλλαγές, το πρόσφατο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του νησιού.

Η δράση λαμβάνει χώρα στο εγγύς, πιθανολογούμενο, μέλλον, όπως δηλώνεται εξαρχής στο πρώτο μέρος του βιβλίου με τον τίτλο, «Η πλατεία»: «Ο ομιλητής πήρε θέση και ανασήκωσε τα δυο του χέρια σαν μαέστρος: “Η αυριανή μέρα σηματοδοτεί την Άνοιξη της Ενωμένης Κυπριακής Ομοσπονδίας. Η κοινή μας πατρίδα θα αναγεννηθεί και θ’ ανθίσει, όπως συμβαίνει στη φύση την εποχή αυτήν. Καλώ τον κυπριακό λαό να ανοίξει το πνεύμα, την καρδιά και τα χέρια του, να ξεχάσει την παγωνιά της διαιρεμένης πατρίδας μας, μια για πάντα”.», (σ. 7). Ευφυέστατη η σύλληψη της συγγραφέως να τοποθετήσει σ’ αυτό το φανταστικό χρονικό πλαίσιο την εξέλιξη της μεστής ρεαλιστικής μυθοπλασίας της.

Δύο ξαδέρφια, μεσήλικες, ο Μιχαήλ κι ο Κλέαρχος, και η Ραχήλ, ανακρίτρια του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων, είναι τα κεντρικά πρόσωπα του βιβλίου. Απ’ αυτούς τους τρεις χαρακτήρες ξεκινούν κι ολοκληρώνονται όλα όσα διαδραματίζονται στο «Τοπικό κλίμα». Κι άλλα πρόσωπα εισέρχονται στη δράση, όχι τυχαία, που οδηγούν τη γραφίδα της Χάρης Ν. Σπανού σε μία, in brevis, καταβύθιση στη νεότερη ιστορία του νησιού μέσα από τους διαλόγους και τους εσωτερικούς μονολόγους των χαρακτήρων της ως κατασταλαγμένες αναφορές μνήμης του τι έχει προηγηθεί. Μία έκρηξη σ’ ένα μνημείο που κινητοποιεί τις αρχές, μία επιστροφή στο σκλαβωμένο τόπο, μία γιορτή, ένας φιλικός και συμπαθής Τουρκοκύπριος καλλιτέχνης, μία οργάνωση, η διαλεύκανση της έκρηξης, ο Πεδιαίος της «επανένωσης», η γέννηση ενός κοριτσιού κι άλλες σημαντικές ψηφίδες (ακόμη και κάποιες υποσημειώσεις που σημαίνουν) συνθέτουν με αξιοθαύμαστη λεκτική οικονομία το «μετεωρολογικό δελτίο» της Σπανού.
       
Μία πικρή, ήρεμη αλήθεια αναδύεται από το απόσπασμα που ακολουθεί και βρίσκεται στο όγδοο μέρος του βιβλίου με τον τίτλο, «Το μπαρ Socrates»: «Ο Κλέαρχος έσμιξε τα φρύδια του. “Εσύ κι εγώ ανήκουμε σε αντίθετα ρεύματα της Ιστορίας. Για να παραμείνουμε αληθινοί ο καθένας στο έργο του, είναι καλύτερα να απέχουμε από καραγκιοζιλίκια”. Ο Χακάν χαμογέλασε. “Κι αν το ρεύμα της Ιστορίας έγινε ένα και δεν το πήρες είδηση;”. Ο Κλέαρχος απομάκρυνε το χέρι του από την μπύρα και το σήκωσε ερωτηματικά. “Και το ρεύμα θα ασχοληθεί με μένα, Χακάν; Τι ζόρι τραβάς κι εσύ και το ρέμα; Ή θαρρείς πως επειδή σκεφτήκαμε και αποφασίσαμε μια μέρα ότι όλα θα λυθούν αν εγώ κι εσύ γίνουμε φίλοι, θα αλλάξει η ροή του νερού;”.», (σ. 45).

Το φαντασιακό ή μια ζοφερά συμβιβασμένη πραγματικότητα έχει επικρατήσει, μάλλον δυστοπικά, με μία νότα αισιοδοξίας στην καταληκτική πρόταση του βιβλίου που αφορά στην επιβίωση και στη συνέχειά μας.

Κώστας Ρεούσης


Η Χάρη Ν. Σπανού γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1964. Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία ως ιατρός παθολόγος. Έχει εκδώσει, επίσης, τη συλλογή τριών διηγημάτων, «Η συνεδρία I / Το σπίτι / Ο ξένος», εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία, 2015.

Περιοδικό «Το Πεζοδρόμιο», 1ο τχ., Λευκωσία, 1η Απριλίου 2018, σ. 31.

Οίκος Ενοχής 14

Αλληγορίες ενός λιμανιού που δεν υπήρξε

14ος Οίκος Ενοχής
~
η Λευκωσία σε μαύρο & κόκκινο φόντο


Νεκρώθηκα ανήμερα του Δίκαιου Αγίου Συμεών του Θεοδότου και Άννας της Προφήτιδας –έτος Σωτήριο: ιώτα (1) αέννε (9) νεννάε (9) το ζήτα (7). Το άδρωπο που είμαι: Αὐτὰρ ἐπειδὴ πάντα φάος καὶ νὺξ ὀνόμασται / καὶ τὰ κατὰ σφετέρας δυνάμεις ἐπὶ τοῖσί τε καὶ τοῖς, / πᾶν πλέον ἐστὶν ὁμοῦ φάεος καὶ νυκτὸς ἀφάντου / ἴσων ἀμφοτέρων, ἐπεὶ οὐδετέρῳ μέτα μηδέν., (Παρμενίδης, Περί φύσεως, 9). Η μετατόπιση της χρείας γίνεται όταν το σώμα το πει: «Μουνογενές». Το σαπισμένο νερό μένεα πνείοντες, κι ακόντιο-άλμπουρο η πτήση-πλεύση-πορεία στο γράμμα «‘Ράλεφ», κάποιων Ελλήνων πεπαλαιωμένων Πελασγών,  πριν απ’ την Έξοδο Ισραηλίτες ἒστωσαν –Α (ῥ) λάσιοι. Η Είσοδος της Θεοτόκου: ού (ῥ) γιος ο άνεμος• όχι ούριος. Είναι η ηλικία του ποιητή –μια και η πράξη της αυτοχειρίας έχει εξοβελιστεί σε προσεχή δεκαετία– που εταστικά καθορίζει τ’ αγκίστρωμα στα πενήντα χρόνια. Οι ράχες των βιβλίων στις προθήκες ελαχιστοποιούνται. Σφίγγει ο κλοιός της ατέρμονης ανάγνωσης κι απαγγελίας στίχων, στροφών κι αποσπασμάτων. Καμιά παραμονή δεν εύχεται, απλώς αντικρίζει τη φθορά των επιθαλάμιων ύμνων. Άλυτος κι άπλυτος ο γρίφος νυχτώνει ξημερώνοντας τη σισύφεια επαναλαμβανόμενη διαδρομή του. Ημέρες δύο επιβαλλόμενης ηρεμίας έστρωσαν το βηματισμό καθώς το χαμομήλι, ο γλυκάνισος και οι πατάτες μπλουμ κάλμαραν το νευρόσπαστο. Συναντήσεις ευσπλαχνίας, ανθρωπιάς κι ανέχειας όρισαν το βασανισμό που εκτόξευε μες στην πραγματικότητα που εμφανίζει το αλκοόλ και το χασίς. Αμφιλεγόμενη, ανισόρροπη, ασταθής -μες στην αιώνια μετάπτωση- γραφή. Διατρέχοντας πολιτικές και άλλες ιδεολογίες ή έννοιες και πράξεις και λόγια και καραγκιοζιλίκια, μες στο καζάνι του ελληνισμού να καγχάζει και κοχλάζει τους χαρακτηρισμούς. Κι όλους μ’ ενδείξεις έκδηλες της εποχής,  φασίστες, ενίοτε, μας καπελώνουν: ένεκα και οι εκτροπές μιας συμπεριφοράς ρεούσης κοίτης ποταμού μες στο μισό χωριό της Λευκωσίας. Μου μυρίζει πως αρχίζει να παίζεται ξανά, στον μπερντέ της ιστορίας, ένας εμφύλιος σπαραγμός βλεμμάτων. Μια εντολή που γράφτηκε περί τα τέλη του 20ού αιώνα σημαίνει: Θέλει μελτέμι γερό, γεννημένο στήν Τήνο, πού νά ’ρθει μέ τήν εὐχή τῆς Παναγίας καί νά καθαρίσει τόν τόπο ἀπ’ ὃλων τῶν λογιῶ τῆς Τουρκιᾶς καί τῆς γηραιᾶς Εὐρώπης τ’ ἀπομεινάρια., (Οδυσσέας Ελύτης, Ιδιωτική Οδός, 60). Ιερείς, ποιητές και στρατιωτικοί εφάρμοσαν τ’ άρθρο εκείνο του αίματος όρκου, κι αστραπιαία έδρασαν υπέρ του είδους του ανθρώπινου και της ζωής … και της ζωής … και της ζωής, μ’ αντίτιμο θανα (ν) τερό. Την τρυφηλότητα χαλάσανε, την τήξη της κυοφορίας μπάσταρδης γενεάς ξεκοίλιασαν, τις δυσπλασίες ενός Καιάδα εγκρεμίσανε κι όσοι αρτιμελώς αιματοτσακισμένοι απ’ το Κακό εμείνανε, υψώσανε περήφανοι –και ζυγισμένοι σε παράταξη χαιρέτησαν– την κυανή και τη λευκή σημαία. 
                    

Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο διαδικτυακό φύλλο επιλεγμένης λογοτεχνίας «Φτερά Χήνας» (www.fteraxinasmag.wordpress.com), 25.02.2018.