Γιάννης Ζελιαναίος, «Carαυτοκτονία», εκδόσεις Bibliothèque, Αθήνα, Φεβρουάριος 2018, σ.
48
Κατακτητής και κάτοχος μίας προσωπικής αργκό, ο Γιάννης Ζελιαναίος, μας
παραδίδει ένα μακροσκελές ποίημα (περίπου 900ων τόσων στίχων κι όσων στροφών
πρέπει) όπου αναμετριέται μ’ ό,τι αγάπησε και μίσησε. Καρφώνοντας στεγνά το
ρέκβιεμ μιας Αθήνας στους δρόμους των Εξαρχείων και στο δόξα πατρί μας,
συνομιλεί μ’ όλα εκείνα που διάλεξε να τον θρέψουν κι εξακολουθούν να τον
θρέφουν. Ποιητές και συγγραφείς, σκηνοθέτες και μουσικοί, φίλοι, εχθροί και γυναίκες,
ποιήματα και κείμενα, ταινίες και τραγούδια, συμπεριφορές και ξεσκαρταρίσματα
ολοκληρώνουν και ολοκληρώνονται την και στην «Carαυτοκτονία», τον Αύγουστο του 2017 στη Λευκωσία (μέσα στη
λάβα του κυπριακού καλοκαιριού) όπως αναγράφεται και στο τέλος του ποιήματος,
την οποία κι εκσφενδονίζει στην πόλη που τον γαλούχησε. Παραθέτω: «γαμιόλα
Αθήνα μού ’λειψε το βυζί σου / η ρώγα σου που σπαρταράει στα μπατζάκια μου / οι
ταξιτζήδες που σωρηδόν χασμουριούνται στα νυχτοκάματα / έχοντας πιο πριν
σκουπίσει τα χύσια τους / μ’ αθλητική κωλοφυλλάδα / η πίκρα του έλατου / εκεί
στην τρίτη σεπτεμβρίου / που ξεμονάχιαζα τη μέλπω /παντρεμένη με παιδί από
πρώτο γάμο / και τώρα καρκινωμένη σε λάκκο νοτίων προαστίων», σελίδες 43-44.
Στην πέμπτη ποιητική συλλογή του
και συμπληρώνοντας 40 χρόνια στο στερέωμα ή κουρμπέτι τού «μάταιος ο κόσμος
αλλά πέρασμα», έτσι για να θυμηθούμε και τον Νίκο Καρούζο, ο Ζελιαναίος
καταθέτει ένα καθόλα σύγχρονο «λαϊκό» ποίημα. Κι αν θέτω τη λέξη «λαϊκό» σε
εισαγωγικά, είναι για να μην παρεξηγήσουμε τη βαθιά και κατασταλαγμένη
λαϊκότητα που χαρακτηρίζει, κατά τη γνώμη μου, την «Carαυτοκτονία». Ο λόγος: τραχύς, ρέων, μπαρουτοκαπνισμένος,
καθημερινός, παραληρηματικός και ήρεμος, όπου χρειάζεται, να κατεβάζει ταχύτητα
για να μαρσάρει ξανά άγρια μετά τη στροφή μιας κατρακύλας. Η τσογλανοπαρέα του
Αρχίλοχου, του Ανακρέοντα κι άλλων ιαμβογράφων αθυροστομούν, βωμολοχούν, πίνουν
και καπνίζουν μέσα σε μια κούρσα, όχι απαραίτητα θανάτου, στα στενά της Αθήνας
με πυρήνα τα Εξάρχεια κι άξονες τα στενά πέριξ της γριάς αυτής πλατείας. Ένας
δισκοθέτης-αυτοκινητιστής, ο ποιητής, οδηγεί τα αιμοσφαίριά του σε μια διαδρομή
που έχει περπατηθεί. Κρίνει το βίο του, κρίνει τους άλλους, κρίνει τα πράγματα
και σπιντάρει, σπιντάρει, σπιντάρει έως και τον καταληκτικό στίχο του ποιήματός
του. Παραθέτω: «σινεμά και μουσικής / στίχου και τοίχου / αριθμός κούτας /
κάμποσες / δεν παίζω πια τσόγλανε / δεν γράφω πια κούκλε μου / την θανατίλα
πολλοί αγάπησαν / την ανθρωπίλα όλοι / μην κοιτάς τι σπέρνουν / αν είναι να το
πεις πια / πες το κοινότοπα / παντρεύτηκαν / έκαναν παιδιά / γάμησαν τον αέρα /
την έπαιξαν με τις λέξεις / κι από ζωή
παντόφλα / ε ρε γλέντια που έχει ο θάνατος / ο πραγματικός / αυτός από πιτζάμες
/ χοληστερίνη / κόκαλο τριμμένο / χάπια ηρεμιστικά / ύπνο κώλο με κώλο / μούγκα
στη στρούγκα / και το τσαρδί πεθερονοίκι», σελίδες 34-35.
Εάν αποφεύγω ν’ αναφερθώ στην
επιρροή που έχει ασκήσει ο Τσαρλς Μπουκόβσκι στον ποιητή Γιάννη Ζελιαναίο,
είναι γιατί αυτή η ποιητική/συγγραφική σχέση κραυγάζει την ανάγκη μίας
ξεχωριστής μονογραφίας. Ο Ζελιαναίος, απ’ αυτά που γνωρίζω περί ποιήσεως και
λογοτεχνίας, είναι ο μόνος που κατάφερε να βουτήξει στον ωκεανό των στίχων και
των αράδων του Μπουκόβσκι, ν’ αναδυθεί ως ο τελευταίος επιζών από την τελική
αναμέτρηση ενός σκληρού γουέστερν και ν’ αράξει στην μπάρα του γούστου του
ακούγοντας σκληρές μουσικές και χαράζοντας αιμάτινους στίχους της Εμπειρίας. Ο
Γιάννης Ζελιαναίος είναι κάτοχος του μυστικού και του στοιχήματος: ποτέ δεν
ξέρεις εάν θα τη βγάλεις καθαρή σκαλίζοντας το ποίημα, κι οι πιθανότητες δεν
είναι ποτέ υπέρ του στιχοπλόκου. Παραθέτω: «σ’ το λέω και δεν καταλαβαίνεις
τίποτα / είναι πιο τίμιο πια να αλλάζεις ένα μπουλόνι / παρά να πετάς ένα
τετράστιχο στην εξυπνάδα / τίποτα δεν ξέρουμε / και πασχίζουμε να μη μάθουμε
καν / τους εαυτούς μας μέσα από τις αηδίες / που γράφουμε / τα μόνα λόγια που
αξίζουν στις μέρες μας / είναι το αίμα που τρέχει απ’ τη μύτη», σελίδες 29-30.
Ιδιαίτερη μνεία οφείλω και στη
σελιδοποίηση/σχεδιασμό του βιβλίου από τον Στέλιο Χέλμη και στην επιλογή του pulp χαρτιού, όπου περισσότερο κι από αρμονικά
συνάδουν με την αισθητική των στίχων του ποιητή αναδύοντας, σε κάθε γύρισμα σελίδας,
τη χαρακτηριστική εκείνη οσμή του χαρτοπολτού. Τέλος, η «Carαυτοκτονία» είναι ακατάλληλη για μωρές «παρθένες» στις
κάψες τους, σαλονάτες κυρίες της εγχώριας λογοτεχνίας και σοβαροφανείς
πνευματικούς ταγούς.
Κώστας Ρεούσης
Ο Γιάννης Ζελιαναίος γεννήθηκε
στην Αθήνα το 1978. Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία ως -σοβαρός και συνεπής στις
μουσικές του επιλογές- δισκοθέτης (και όχι μόνο) εδώ και κάποια χρόνια. Έχει
εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Καλώς ήρθες χειμώνα, γραφιά της νιότης μας»,
εκδ. Εριφύλη, 2004 / «Άννα», εκδ. Εριφύλη, 2005 / «Ο Διάβολος πάνω σε
στρατσόχαρτο», εκδ. Ενδυμίων, 2009 / «Μακάριοι οι σκύλοι του οινοπνεύματος»,
εκδ. Straw Dogs, 2015 / «Ο Διάβολος πάνω σε
στρατσόχαρτο», εκδ. Straw Dogs, 2016 (2η έκδοση,
συμπληρωμένη με τρία πεζά).
Περιοδικό «Το Πεζοδρόμιο», 2ο
τχ., Λευκωσία, 1η Ιουλίου 2018, σ. 31.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου