Παναγιώτης Νικολαΐδης, «Η γενιά
της κατοχής και της αφθονίας», εκδόσεις Διόραμα, Λευκωσία, Μάιος 2018, σ. 144
Ο ρόλος του κριτικού (ή «κριτικογράφου»: όρος -αδόκιμος ίσως- που προτιμώ)
είναι να δυναμιτίζει τα «ζωντανά» κείμενα και αυτός του δοκιμιογράφου είναι να
θεμελιώνει την έκρηξή τους. Ο Παναγιώτης
Νικολαΐδης, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ακροβατεί και στα δυο,
καταφέρνοντας να ισορροπήσει τις δύο αυτές, τόσο ομόρροπες όσο και αντίρροπες,
δυνάμεις, και να τις εξωτερικεύσει στην κριτική-θεωρητική-φιλολογική γραφή του.
Η έκδοση των 14 κειμένων του για τη
σύγχρονη ποίηση στην Κύπρο μετά το ’90, αποτελεί, τουλάχιστον στο στενό πλαίσιο
της ελληνοκυπριακής πραγματικότητας, μια πράξη τόσο θάρρους όσο και θυσίας. Και
εξηγούμαι: «θάρρους» για το λόγο ότι χαρτογραφεί με επιστημονική επάρκεια την
ποιητική κατάθεση της «γενιάς της κατοχής και της αφθονίας», όπως την αποκαλεί,
και «θυσίας» για το γεγονός ότι ως δόκιμος ποιητής ο ίδιος, παραμερίζει την
ιδιότητά του αυτή προς χάριν της φιλολογίας.
Τα κείμενα του Νικολαΐδη είδαν το
φως της δημοσιότητας σε ελληνοκυπριακά λογοτεχνικά περιοδικά (εκτός αυτά που
αφορούν στην ποίηση των Στέφανου Σταυρίδη και Ανδρέα Γεωργαλλίδη) από το 2003
έως το 2018. Έτσι, περιέχονται κείμενα για συγκεκριμένες ποιητικές συλλογές και
γενικότερα για την ποίηση των: Χριστιάνας Αβρααμίδου, Βάκη Λοϊζίδη, Γιώργου
Καλοζώη, Πάμπου Κουζάλη, Αντώνη Γεωργίου, Γιάννη Ποδιναρά, Χριστόδουλου
Καλλίνου, Γιώργου Χριστοδουλίδη, Λεωνίδα Γαλάζη, Αλεξάνδρας Γαλανού, Μιχάλη
Παπαδόπουλου, Στέφανου Σταυρίδη, Κώστα Ρεούση και Ανδρέα Γεωργαλλίδη.
Είναι εμφανές πως η εργασία του
συγγραφέα αφορά, πέρα από τους ίδιους τους ποιητές και τις ποιήτριες που το
έργο τους κρίνεται, σαφώς την πανεπιστημιακή κοινότητα σε Κύπρο και Ελλάδα που
ασχολείται ειδικευμένα με την ποίηση και τη λογοτεχνία γενικότερα, και βεβαίως
ένα συγκεκριμένο-μυημένο αναγνωστικό κοινό. Το οποίο κοινό, θέλω να πιστεύω,
είναι υποψιασμένο αναφορικά με την ποίηση που παράγεται στο νησί τα τελευταία
σχεδόν 30 χρόνια, έχοντας ανάγκη από τέτοιου είδους βιβλία έτσι ώστε να
εμβαθύνει ακόμη περισσότερο στο έργο ποιητών/ποιητριών που διαβάζει, ή και που
με «εμμονή» μελετά. Δυστυχώς, όμως, ο μέσος όρος αυτών που υποτίθεται πως
ασχολούνται με την ποίηση και η ανταπόκρισή τους προς αυτήν και σ’ αυτούς/αυτές
που την παράγουν, για να μην πω «γεννούν», είναι επιεικώς παιδαριώδης,
αναλισκόμενη σε φιλοφρονήσεις, αβρότητες και παρασκηνιακές «χωματουργικές
εργασίες», ένεκα και του κοσμοπολιτικού επαρχιωτισμού που, εξακολουθητικά, μας
στιγματίζει.
Έτσι, το σημαντικό αυτό βιβλίο
έρχεται ακριβώς στην ώρα του, θα έλεγε κάποιος, να θεμελιώσει το κενό που
υπήρχε στην κριτική πρόσληψη της σύγχρονης ελληνικής κυπριακής ποίησης μετά το
’90. Και ορθώς ο συγγραφέας, αφού έχει φροντίσει να ορίσει επαρκώς τη θέση
αυτών που ασχολούνται με την κριτική της ποίησης, αναφέρει/δηλώνει απ’ την
πρώτη παράγραφο της κατατοπιστικότατης εισαγωγής του: «Κι είναι για τούτο που
δηλώνω εξαρχής και αναφανδόν ότι τα κείμενα που απαρτίζουν τον ανά χείρας τόμο
αποτελούν προϊόν μιας αυθόρμητης, ανιδιοτελούς και, κυρίως, αγαπητικής σχέσης
με τα κρινόμενα ποιητικά βιβλία της σύγχρονης παραγωγής στο νησί, για την οποία
η κριτική εν Κύπρω και εν Ελλάδι δεν έχει δώσει ακόμη την πρέπουσα σημασία.»,
(σ. 9).
Όσοι έχουν παρακολουθήσει, έστω και
ακροθιγώς, την πορεία του Παναγιώτη Νικολαΐδη, τόσο ως κριτικού-δοκιμιογράφου
όσο και ως ποιητή, δεν μπορούν να αμφισβητήσουν την αρραγή και σε βάθος
παρελθόντος χρόνου σχέση που έχει καλλιεργήσει και καλλιεργεί με την ελληνική
κυπριακή ποίηση, και όχι μόνο. Γι’ αυτό, κατά την άποψη μου, θεωρώ πως δικαίως
και νομοτύπως μπορούμε να αναφερόμαστε σ’ αυτόν, ως έναν από τους αρτιότερους
σύγχρονους κριτικούς λογοτεχνίας του νησιού. Εύχομαι και ελπίζω το βιβλίο να
βρει τους ουσιαστικούς αναγνωστικούς αποδέκτες του και να τους οδηγήσει στο
πρωτογενές έργο των κρινόμενων ποιητών/ποιητριών, που άλλωστε είναι και ο
σκοπός, εάν όχι ο διακαής πόθος, της συγκεκριμένης κριτικής κατάθεσης.
Ολοκληρώνοντας, ιδιαίτερη μνεία
πρέπει να γίνει και στην εικαστική επιμέλεια του βιβλίου του ζωγράφου Σταύρου
Κίκα, με το εξώφυλλο και τα έργα που παρεμβαίνουν ανάμεσα στα κείμενα, όλα
καμωμένα με κάρβουνο, να συνομιλούν διακριτικά και μεστά τόσο με τον
κριτικό-δοκιμιακό λόγο του Νικολαΐδη όσο και με το έργο των ποιητών.
Κώστας Ρεούσης
Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης
γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1974. Είναι ποιητής, κριτικός και εργάζεται ως
φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Ποιήματα, βιβλιοκρισίες και μελέτες του έχουν
δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά και επιστημονικά περιοδικά στην Κύπρο και στην
Ελλάδα. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές και μία μελέτη για το ποιητικό
και κριτικό έργο του Θεοδόση Νικολάου.
Περιοδικό «Το Πεζοδρόμιο», 3ο
τχ., Λευκωσία, 1η Οκτωβρίου 2018, σ. 30.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου