Μπλεζ Σαντράρ, «Σκότωσα», μτφρ.
Γιάννης Λειβαδάς, εκδ. Futura, Αθήνα
Μάιος 2017, σ. 48
Στην παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας υπάρχουν κάποια κείμενα τα οποία,
ακόμη κι αν έχουν γραφτεί δεκαετίες ή και αιώνες πριν, έρχονται στο σήμερα
διασαλεύοντας την εικόνα που έχουμε για πράγματα και καταστάσεις του
παρελθόντος, του παρόντος, ίσως, και του μέλλοντος κόσμου. Ένα τέτοιο κείμενο
είναι και το «Σκότωσα» του σπουδαίου Ελβετού ποιητή, συγγραφέα και πολλά άλλα,
Μπλεζ Σαντράρ (1887-1961).
Πρόκειται για ένα ολιγοσέλιδο
κείμενο που γράφτηκε το 1918, και κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά στο Παρίσι, σχεδόν
στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο ποιητής Σαντράρ, αποφάσισε, αν και
Ελβετός πολίτης, να καταταγεί το 1914 στη Λεγεώνα Των Ξένων, βοηθώντας έτσι την
πατρίδα που επέλεξε ο ίδιος για τον εαυτό του, τη Γαλλία. Κι έναν χρόνο
αργότερα στα χαρακώματα του Μεγάλου Πολέμου χάνει το δεξί του χέρι στην πρώτη
γραμμή πυρός. Σε αντίθεση με άλλους λογοτέχνες, που βρίσκονταν στο πεδίο της
μάχης, και στα κείμενά τους επικαλούνταν ή σχολίαζαν μόνο τις ένδοξες στιγμές ή
αναπολούσαν την αβρότητα και τη γαλήνη της ζωής πριν τον πόλεμο, ο Μπλεζ
Σαντράρ, δεν παρακάμπτει τη βλοσυρή πραγματικότητα της ανθρώπινης θηριωδίας.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο
μεταφραστής του βιβλίου, Γιάννης Λειβαδάς, στην εμβριθή εισαγωγή του: « Στο J’ ai tué, ο Σαντράρ εξιστορεί μια όψη της ποίησης, πιθανόν τη
δυσμενέστερη μα ταυτοχρόνως αγλαή. Λέξη προς λέξη όλα όσα συνέβησαν στο μέτωπο.
Το κείμενο επιβεβαιώνει τον εξευτελισμό, την αγριότητα και τη φρίκη του
πολέμου, με το σκοτωμό ενός Γερμανού στρατιώτη να μετατρέπεται σε νίκη της
ζωής, της ελεύθερης βούλησης, δίχως ενοχή. Ο Σαντράρ απεικονίζει το αίσχος του
πολέμου τόσο έντονα, τόσο περιγραφικά, που αμέσως μετά την έκδοση του κειμένου,
το 1918, ένας αρθρογράφος τον αποκάλεσε βάρβαρο και αμφισβήτησε τη λογοτεχνική
φύση και αξία του κειμένου.», σ. 14.
Παραθέτω την καταληκτική παράγραφο
του πολύτιμου αυτού κειμένου, στην ακόμα πιο πολύτιμη μετάφραση του ποιητή,
Γιάννη Λειβαδά, που είχε και τη φροντίδα της όλης έκδοσης (εισαγωγή και
σημειώσεις), για να αντιληφθεί ο αναγνώστης τη σφοδρότητα του κειμένου: «Θα
αντιμετωπίσω τον άνθρωπο. Που μου μοιάζει. Έναν πίθηκο. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού,
οδόντα αντί οδόντος. Τώρα είμαστε οι δυο μας. Μια γροθιά, μια μαχαιριά. Χωρίς
οίκτο. Ρίχνομαι στον ανταγωνιστή μου. Καταφέρνω ένα μοιραίο χτύπημα. Το κεφάλι
του σχεδόν αποκολλάται. Σκότωσα τον Γερμαναρά. Ήμουν πιο σβέλτος και πιο
γρήγορος. Πιο ακαριαίος. Χύμηξα πρώτος. Είχα αίσθηση της πραγματικότητας, εγώ,
ο ποιητής. Ενέργησα. Σκότωσα. Όπως κάποιος που θέλει να ζήσει.», σ. 38.
Κώστας Ρεούσης
Περιοδικό
«Το Πεζοδρόμιο», 3ο τχ., Λευκωσία, 1η Οκτωβρίου 2018, σ. 31.
|