Ο Έλλην της Κύπρου ποιητής, ιδρυτής της Υπερπραγματικής
Φράξιας Λευκω©ίας (2005) και ταγματάρχης του Γραφείου Αντικατασκοπίας της (Α2),
Κώστας Ρεούσης, αυτοαπαθανατίζεται στον υπαίθριο χώρο ενός εργοστασίου ή φυλακής
και στρατοπέδου, Πέμπτη 9 Μαΐου 2019
Ο ΕΝΑΣ, ΣΕΣΗΜΑΣΜΕΝΟΣ ΑΠΟΔΗΜΟΣ, επισκέπτεται τη νήσο για εμπόριο εικαστικού
σεξοτουρισμού με «κυρίες» περιωπής ή περί-οπής. Ο άλλος, πρωτομακρόστενος όπως
έχει ονοματιστεί σ’ ένα μου ποίημα που υπάρχει στο «Ο Κρατήρας του Γέλιου μου»
(εκδ. Φαρφουλάς, Αθήνα, Οκτώβριος 2009), εκτίθεται πάντα δυναμικά και σε τροχιά
δημιουργικότατης εξέλιξης. Κι ο τρίτος –ο και καλά γκαλερίστας– αχαρακτήριστος.
Η μόνιμη οσμή της μούχλας του εργοστασίου που έχω ξεσκατίσει, η επαφή με
παλιούς γνωστούς που δε γουστάρω αλλά συνεχίζω να ζω ανάμεσά τους, το αλκοόλ, η
κούραση της μέρας, η μανούρα της καρδιάς μου με μια γνωστή και μη εξαιρετέα
μαντάμ κι η αφελής προσέγγιση της δράσης των Αιγύπτιων Υπερρεαλιστών
(1939-1949) με σύγχυσαν. Η πλαστογραφία της συγκίνησης ανεβάζει το δείκτη στο
χρηματιστήριο μιας εντόπιας καλλιτεχνικής καταισχύνης, ενώ ο ποιητής ως
κατάσκοπος της εποχής και του βίου του, που είμαι, σφάζομαι ανισόρροπα μοναχός
μου.
ΑΝΕΓΚΕΦΑΛΟΙ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΙ
ΤΟΥΡΚΟΜΕΡΙΤΕΣ, οι κάτοικοι της
Χώρας νήσου Κύπρου, συντηρούν ως κόρη οφθαλμού, το παραδόπιστο δόγμα της κτηνωδίας
που προσκυνούν. Έχοντας συναναστραφεί ζωντόβολα –ακονισμένα στην ανομία του
χρήματος και μόνο– απ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις, η διαπίστωση οδηγεί στην
αναισθησία της παρουσίας τους. Ο σύγχρονος πολιτισμός τους συγκεντρώνεται στην
παρακμάζουσα αιχμή μιας επιφανειακής δημόσιας ασχετοσύνης αγεώργητων ψυχώσεων.
Δεκαετίες τώρα μου έχουν δείξει, ολοφάνερα, πως λειτουργούν και ενεργούν ωσάν
πουτάνες, με ή χωρίς νταβατζή, ενδεδυμένες τον ορισμό της αγενούς προσποιητά
ευγένειας. Εγώ, καθυστέρησα ηθελημένα να τους πιστέψω μια κι εξακολουθώ να τους
βλέπω, διεισδυτικά έως αντί κατασκοπευτικά, και φορές απλώς κοιτώ το μονίμως
άδειο πορτοφόλι μου. Μπάσταρδος λαός και βιασμένος τόπος.
ΕΝΑ ΜΥΓΟΧΕΣΜΑ, ΜΙΑ ΚΟΜΠΟΓΙΑΝΝΙΤΙΣΣΑ ΙΑΤΡΟΣ –αφού αναγιώθηκε και
γαλουχήθηκε στα και με τα σκέλια ενός τουρκόσπορου και καλυμμένα αγγλόφιλου έως
προδότη τέως εκδότη-βιβλιοπώλη-ταβερνιάρη και κουμπάρου της– εμφανίστηκε τα
τελευταία χρόνια κι ως συγγραφέας της πεζής γραφής, ήτοι οπής. Κάποια
διηγήματα-αφηγήσεις, το πρώτο της βιβλίο (η εμπειρία, ουσιαστικά, της ψυχοθεραπείας
της μ’ έναν ψυχίατρο ολκής της πρωτευούσης μακαρίτη), και μια νουβέλα όχι κακή,
το δεύτερο παραλήρημα (λόγου διαστρεβλωμένα πατριωτικού και ύπουλα ανακριτικού
των σκοτεινών και συμφεροντολογικών προθέσεών της), και κάποια δημοσιεύματα σε
έντυπα της Κύπρου και της Ελλάδας (κριτικές αδολεσχίας, παραληρήματα μυωπικά
εθνικοσοσιαλιστικού πολιτικού λόγου και γενικώς ό,τι να ’ναι) κατάφερε να κατέχει
θέση στη λογοτεχνία του χαλουμόνησου με προβολή και στας Αθήνας. Φροντίζει δε,
το σούργελο, να περιπλέκει με την παρουσία της και καταστάσεις, μπας και της δώσουν
σε λίγους μήνες το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας Κύπρου, στην κατηγορία που το
πόνημά της καταχωρίστηκε, έτσι για να κουνιέται πιότερο και βραβευμένα, μέσα
στης παλαιάς της πόλης τα στενά (sic), το γύναιο που είναι εκπορνευμένο.
|