Τρίτη 5 Ιουλίου 2016

Περιθωριακά 7

Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993)

Σταυράκιος Κοσμάς: « Ένα ποίημα»

[Περιθωριακά-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου]

Δημοσιευμένο στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Το 3ο μάτι», Οκτώβριος 1935, αιφνιδιάζει με την -καθόλα ελληνική- υπερρεαλιστική προσέγγιση του θαύματος της κυήσεως και της γεννήσεως μίας ανθρώπινης ζωής

Ο Σταυράκιος Κοσμάς δεν είναι άλλος από τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη (1908-1993), όπου και εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με το ποίημα στο οποίο αναδιφούν τα «Περιθωριακά» αυτής της Κυριακής, και με το μυθιστόρημα «Ανδρέας Δημακούδης (ένας νέος μοναχός)», δημοσιεύοντάς τα την ίδια χρονιά (1935) με το προαναφερθέν ψευδώνυμο.
   Ίσως να ξενίζει τον επαρκή αναγνώστη, και μυημένο στο κατοπινό έργο του Πεντζίκη, η σχέση του συγγραφέως με τον Υπερρεαλισμό. Κι όμως, στο περίφημο (εάν δεν κάνω λάθος, πρώτο σοβαρό μεταπολιτευτικά) αφιέρωμα του περιοδικού «Ηριδανός» (τχ. 4, Φλεβάρης-Μάρτης 1976) στον Ανδρέα Εμπειρίκο και στον Ελληνικό Υπερρεαλισμό, δεν είναι τυχαίο που η κυρία Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου συγκαταλέγει το πρώτο αυτό ποίημα του Πεντζίκη στο ανθολόγιό της που αφορά στη λογοτεχνία του υπερρεαλισμού (ποίηση-πεζογραφία) των ετών 1930-1960. Άλλωστε και ο ίδιος ο Πεντζίκης το συμπεριέλαβε στη συλλογή του «Παλαιοντολογικά», 1988, Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις. Ας το απολαύσουμε…
    
«Η γυναίκα που προπονείται στο κολύμπημα»

Όπως ο ναυπηγός την τρόπη του πλοίου προς την άνωση,
ο νους υπελόγισε τη γλυπτή γραμμή του σωμάτου μου.
Αποκάτω από τη λασπωτή αμμούδα του βυθού, που τ’ ανήλιαστα χόρτα κοιμούνται,
τα κρυφά, τα νερά με σηκώνουν στη θέλησή μου κυβερνημένα.
Αποπάνω μου το ύψος η ατμόσφαιρα σκύβει αχνή με τον Ήλιο.
Κολυμπώ αυτός ειν’ ο νους μου.
Τα δυο μακριά λεπτά πόδια σμιχτά, δίχως τσάκισμα στα γόνατα,
εναλλάξ γρήγορα χτυπούν -μόνο η άκρη και τα δάχτυλα- και βυθίζονται.

Σχηματίζεται βαρύς, πηχτός αφρός.
Το κεφάλι το περισσότερο πλαγιαστό στο νερό μέσα.
Όταν ανοίγω ολόκληρο μεγάλο το στόμα μου είναι για να γιομίσω ανάσα.
Τα δυο τα χέρια, τα μπράτσα τα στρόγγυλα, ολόκληρα απ’ τον ώμο
παλεύουν σαν σπαθιά,
κάμνουν κορυφή τόξου στον αγκώνα,
όπου γλυστράν, όταν βγαίνουν ψηλά, σταλαγμίδες η θάλασσα, και ξαναπέφτουν.
Τα μάτια διακρίνουν τα έξω θολά, μεσ’ απ’ το γλαυκό γιαλό που σπιθιρίζει
αισθάνονται διπλά απομέσα.
Πώς το σκοτεινό εντός μου γίνηκε πηχτό και βλέπεται;
Ποια ευχαρίστηση όπως όταν το σώμα στο λίκνο αγκαλιάζεται,
στο ζεστό λίκνο, κι’ αφήνεται
αφήνεται εντελώς. Ξεχνά τη χωριστή του ύπαρξη.
Ποιους πόθους μού ξυπνά το άγγιγμα στην κοιλιά μου.

Το αντρίκειο, το δυνατό, το κολύμπημα πόμαθα
με φεύγει από το βύθισμα που θα χανόμουν.
Έσφιξαν ολ’ οι αρμοί στο ξεχωριστό μου το σώμα.
Φτάνω στο μακρινό ακρογιάλι.
Δεν ειμ’ εκεί λεία σε κουρσάρο ή σε ναυαγό ανέλπιστη,
κρυμμένος απ’ τα μάτια θησαυρός.
Στέκουμαι ψηλή, όπως στη γης πιάνεται ένα δέντρο.
Δεν έχω τους εύκολους πόθους.
Ακούω την ανάγκη και το σκοπό μου.
Αυτόν υπηρετεί το σώμα μου και είναι όμορφο.
Το σεμνό στήθος μου ζητάει μόνο το βύζαγμα του παιδιού.

Υπερρεαλιστική ωδή εις εγκυμοσύνη
Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ άλλον τίτλο παραγράφου, για τις ελάχιστες κουβέντες που προσπαθώ να πω για το παραπάνω ποίημα, κι έχοντας κατά νου τον Ανδρέα Κάλβο.
   Παρότι η πανεπιστημιακή μου παιδεία και κατάρτιση αφορά στη νομική επιστήμη, σχεδόν σαράντα χρόνια που διαβάζω, μελετώ, εάν όχι ξεκοκαλίζω, ποίηση δεν έχω συναντήσει τέτοιας σφοδρής ηδύτητας ποίημα που να αφορά σε μια γυναίκα που περιμένει να γεννήσει.
    Σκοπός και στόχος μου δεν είναι η φιλολογική περιδίνηση στις ατραπούς ή στα κλειδιά εάν θέλετε, της επιστήμης αυτής. Το ποίημα καταυγάζει από μόνο του: η γυναίκα συνομιλεί με τη ζωή που κυοφορείται, μιλά με το σώμα της, διαλέγεται με το θαύμα της γεννήσεως μίας ανθρώπινης ζωής, εξυψώνει τη φυσιολογία της που αλλάζει, δοξάζει τον άνδρα και… «το σεμνό μου στήθος ζητάει μόνο το βύζαγμα του παιδιού.».

Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 20 Μαρτίου 2016, σελ. 5.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου