Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Πολιτισμικοί Μετεωρίτες 11


Το εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής, «Το ναρκοπέδιο», εκδ. Πλέθρον, Αθήνα, 1986


Γιώργος Μιχάκης
«Ο αφανής ποιητής του ’80»

[Πολιτισμικοί Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου]


Χωρίς ιδιαίτερη προβολή, την εποχή που εμφανίστηκε, πέρασε απαρατήρητος από την όποια «επίσημη κριτική» της δεκαετίας του ογδόντα που φωνασκούσε έως γκάριζε τον «άνεμο της αλλαγής» -αυτόν, δηλαδή, που αργότερα αποκαλέσαμε «δικτατορία του ζιβάγκο»

Τον κύριο Μιχάκη, είχα την τύχη να τον συναντήσω στο βιβλιοπωλείο «Πολιτεία» της Αθήνας, όπου εργαζόμουνα εκεί κοντά στο 2000. Ένας εύσωμος, μετρίου αναστήματος κύριος με μουστάκι, που αναζητούσε συνεχώς βιβλία δοκιμίων που αφορούσαν στο ποιητικό έργο του Οδυσσέα Ελύτη. Ήταν συχνός επισκέπτης-πελάτης, στο υπόγειο της Ασκληπιού, και ερχότανε συνήθως μετά τις πέντε το απόγευμα. Πάντα λιγομίλητος έως σιωπηλός, σου έδινε την εντύπωση πως -αν και προσηλωμένος στην αναζήτηση των βιβλίων που ήθελε- έστηνε διακριτικά αυτί ν’ ακούσει τις συζητήσεις που διεξάγονταν στο χώρο ·τόσο τις δικές μας, των βιβλιοπωλών-συναδέλφων, όσο κι άλλων γραφιάδων-λογοτεχνών που τύχαινε να βρίσκονται εκεί.
   Ήταν η περίοδος που μόλις είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο του καθηγητή του Πανεπιστημίου Κύπρου, Γιάννη Η. Ιωάννου, «Χωροχρονικά στην Ποίηση» και αφορούσε στον Οδυσσέα Ελύτη. Έτσι ένα απόγευμα, που ο κύριος Μιχάκης βρισκότανε στο βιβλιοπωλείο και μ’ άκουσε να μιλώ και να προτείνω το βιβλίο σ’ ένα φοιτητή, με πλησίασε διακριτικά και μου ζήτησε περισσότερες πληροφορίες για το περιεχόμενό του. Αφού πείστηκε πως γνωρίζω το αντικείμενο και αγόρασε το βιβλίο, δέχτηκε και την πρότασή μου για το άλλο βιβλίο του Ιωάννου, που είχε κυκλοφορήσει το 1991, «Οδυσσέας Ελύτης-Από τις καταβολές του Υπερρεαλισμού στις εκβολές του μύθου». Πράγματι, μετά από δύο ημέρες κατέβηκε εκ νέου τα σκαλιά της Ασκληπιού και μου ζήτησε το βιβλίο. Στο μεταξύ, είχα πληροφορηθεί από παλαιότερο συνάδελφο πως ήταν ο ποιητής Γιώργος Μιχάκης. Παίρνοντας θάρρος κι ευχαριστώντας τον για την εμπιστοσύνη που έδειχνε στις προτάσεις-επιλογές μου, του είπα πως έχω διαβάσει ποιήματά του και πως έχω καταφέρει ν’ ανακαλύψω κι αγοράσω τρία βιβλία του, περί τα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα. «Είστε από τους λίγους, και σας ευχαριστώ», μου είπε ευγενέστατα, μ’ ένα ανεπαίσθητο γλυκόπικρο χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη του.
   Έκτοτε δεν τον συνάντησα, μια κι επαναπατρίστηκα μετά από λίγο καιρό οριστικά στο νησί. Έτσι, μετά από σχεδόν δεκαέξι χρόνια, επανέρχομαι σ’ αυτόν τον ποιητή μέσα απ’ αυτήν τη στήλη, προσπαθώντας (όσο μπορώ) να φωτίσω (έστω λίγο) την ποιητική του κατάθεση. Το γεγονός ότι δεν μπορείς να βρεις ούτε μία φωτογραφία του στο διαδίκτυο και οι αναφορές στο έργο του είναι λιγοστές έως μηδαμινές, ίσως, κάτι να σημαίνει για το ήθος του ποιητή κι ανθρώπου.

Υποβρύχιο φως
Μια κατασταλαγμένη χαρμολύπη διαπνέει τα ποιήματα της συλλογής. Μια συνομιλία μελαγχολική με πρόσωπα και πράγματα, αξιοπρόσεκτα ήρεμη κι ευγενική. Η δημιουργική διαπλοκή του συλλογικού και του προσωπικού, τόσο σε ποιητικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, αποκαλύπτεται με τρόπο απλό, μεστό και γι’ αυτό καίριο και στο στόχο. Δεν περιττεύει τίποτα. Ένα ποίημα αφιερωμένο στον Mario Vitti, επίκληση στον Κ. Π. Καβάφη και ένας στίχος motto του Γιάννη Βαρβέρη στο «Ανατροπή» (σ.21) να σημαίνει: «//Και τα καμιόνια που/σας κλείνανε το δρόμο//οι παλιοί ποιητές//λάδια χυμένα σε δημόσιες αρτηρίες.». Παρών και ο Γ. Σεφέρης με δυο του στίχους, όπως κι ο ιερός Αυγουστίνος καθώς κι ο Όμηρος κι ο Πλούταρχος με την ιστορία του Καλλισθένη. Τα ολιγόστιχα ποιήματα συμπληρώνουν και κάποια, πέντε τον αριθμό, σε πρόζα ή πεζά, τα: «Χορογραφία» (… κι η μεγάλη σφαίρα που χτυπά το ζώο στην άκρη του ποταμού και πεθαίνει με πόνους αβάσταχτους γεννημένο ξανά στα νερά… ), «Απολογία» (… ήταν ο ήχος μιας εκλογικευμένης υπόστασης που σφάδαζε κάτω από την ερμαφρόδιτη ζώνη ύπαρξης και μόνον… ), «Σχόλιο» (… μια κατακόκκινη παπαρούνα, ολομόναχη μες σε χιλιάδες μαργαρίτες, μας αφηγήθηκε την ιστορία… ), «Ο Κήπος» (… ένα φύλακα άγγελο που ακόμα σε κυνηγά για καταπάτηση… ) και «Θέλμα» (… ένας παραδοσιακός κι ένας υπερρεαλιστής ποιητής γράφουν σχεδόν τα ίδια πράγματα εγείροντας -ασυνείδητα βέβαια- κάποιες αμφισβητήσεις ως προς την έννοια και την εγκυρότητα της αυτόματης γραφής.).    

Το ναρκοπέδιο
Η συλλογή ξεκινά με motto στίχο του Θεόδωρου Ντόρρου, «Αθώα γελασμένοι σ’ ένα φύσημα ζωής», και χωρίζεται σε δύο μέρη: «Το στήθος της Αφροδίτης» (13 έντιτλα  ποιήματα) και «Ο επίμονος άγγελος» (I-XVII). Μία θεολογία της αγάπης και του έρωτα καθώς κι αντίστροφα μία αγάπη κι ένας έρωτας της θεολογίας, δροσίζουν τη συλλογή αυτή και το νου του αναγνώστη. Παλαιά και νέα θρησκεία ενυπάρχουν αρμονικά στο ποιητικό σώμα. Διαβάζουμε στην πρώτη στροφή του ποιήματος «Ιούδας» (σ. 13): «Όταν ανασαίνεις τη μυρωδιά των κήπων/κι η ψυχή σου εποπτεύει μονάχη/τις νυχτερινές περιπλανήσεις των άστρων/ίσως αναζητάς τον άμοιρο Ιούδα/που ακροβατεί από δέντρο σε δέντρο/μ’ ενθυμήσεις απ’ το μεγάλο Τραπέζι/και τον άχαρο ρόλο.». Στο ποίημα, «Το στήθος της Αφροδίτης» (σ. 19), συναντούμε δύο από τους ερωτικότερους στίχους που γράφτηκαν ποτέ: «Μια μέλισσα διαιωνίζει τη ζήλεια της/πάνω στο στήθος της Αφροδίτης», και στη σελίδα 23, «Η παγίδα»: «Αχόρταγος ιδρώτας να σε κατατρώει//Μια έρημος παραμονεύει στα φιλιά». Στο δεύτερο μέρος, «Ο επίμονος άγγελος», κυριαρχεί το όνομα της Αριάδνης που επαναλαμβάνεται τρεις φορές, μαζί και τα ονόματα του Μινώταυρου, του Βαφτιστή του Πρόδρομου, της Μήδειας, της Αμαζόνας και δύο τοπωνύμια, της Αράχωβας και του Φαλήρου. Εδώ αλλάζει κάπως ο τόνος, μια και στη σελίδα 27… ακούμε: «Τα δόκανα της μνήμης/ανυπεράσπιστο σε παγιδεύουν·//ο ποταμός κυλούσε μεθυσμένος/κι ανέμελος στης ήβης τη γιορτή/και τ’ άλογο που βούλιαξε στη λάσπη/εικόνα μιας ζωής/κατάρα, λησμονιά και δυστυχία//Οι σκοτωμένοι που ζητούν εκδίκηση/η πείνα του θανάτου/ο στρατηγός που υποχωρεί ξαρμάτωτος/για να πεθάνει//η μοίρα π’ αφουγκράζεται τα βήματά του.».    

Η άνοιξη στο πένθος
Τέσσερα τα μέρη της συλλογής: «Δίπλα στην τρομερή την κόψη του φωτός», «Ο φόβος του Παράδεισου», «Τα πορφυρά σημάδια» και «Μα να χορέψουν σήκωσε τα πεθαμένα φύλλα». Εφτά χρόνια σιωπής του ποιητή, και μετά απ’ αυτό το βιβλίο (εξ όσων δύναμαι να γνωρίζω)… η ανελέητη πληρότητα της παύσης της έντυπης ποιητικής κατάθεσης/γραφής (εικάζω) που δείχνει και ο ίδιος στους καταληκτικούς του στίχους της σελίδας 55: «Κανείς δεν έβλεπε μιαν άνοιξη σκληρή/που πάνοπλη, ηδονικά, ερχόταν.». Αλήθειες εκτοξεύονται απ’ τη γραφίδα του, «Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο», (σ. 18): «Της λόχμης άγριο θηρίο/χρόνια ολόκληρα κατασπαράζεις ποιητές//κι όσο για κείνους που δεν τόλμησαν ποτέ/στον ύπνο τους παραμονεύεις κάθε βράδυ.». Στην ενότητα, «Τα πορφυρά σημάδια», εφτά (I-VII) πεντάστιχα σε ομοιοκαταληξία, εξαίρουν την τέχνη του ποιητή παντρεύοντας την παράδοση με το σύγχρονο μήνυμα. Δείγμα, «VII» (σ. 43): «τα πορφυρά σημάδια του λαιμού/που απτόητα θα προκαλούν τα μάτια/ενώ αυτή σ’ αμαρτωλά κρεβάτια/θ’ ανιστορεί ερωτικούς καημούς/και θα μαζεύει τη ζωή κομμάτια.». Και αποκαμωμένος ο ποιητής σημαδεύει, «κάτι μισόλογα για τους νεκρούς//παρόντες στα βουρκόνερα της μνήμης» (σ. 49), κι αμέσως μετά: «άλλος να σέρνεται αιμόφυρτος στα σύνορα/τ’ άλλου να παίζουν τόπι το κεφάλι/η πείνα να θερίζει ολημερίς/άλλος που γλίτωσε και στο κυνήγι πάτησε τη νάρκη/κι αυτός που μακριά γυρνά/σ’ ωκεανούς και σε κρυφά πελάγη» (σ.50). 

Μία μικρή παρουσίαση
Στο πολυσυζητημένο έως συκοφαντημένο βιβλίο του Ηλία Κεφάλα, «Ανθολογία Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης-Η δεκαετία του 1980», (Ιδιωτικό Όραμα), εκδ. Νέα Σύνορα-Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1989 διαβάζουμε: «Έναν ηδονισμό χρώματος και ήχου προσπαθεί να ενστερνιστεί ο Γιώργος Μιχάκης, αναλύοντας την οπτική πραγματικότητα στα συνθετικά της μέρη, στα οποία στηρίζεται και η φωτογενής ευπρέπεια των πραγμάτων. Είναι μια διαδικασία που δεν τον απομακρύνει από τη λειτουργία ενός χριστιανικού κώδικα εκτίμησης της ζωής, ακόμα και στις περιπτώσεις που η έξαρση τον οδηγεί στα ερωτικά αγγίγματα. Στην ουσία ο λόγος του είναι ερωτικός, παρά την εμφανή θεολογική χειραγώγηση. Τα θέματά του αποδίδονται με απλούς και χαμηλούς τόνους. Πρόκειται για λεπτές, ποιητικές εκμαιεύσεις από τη λυρική εικονοποιία του χώρου». 

Βιοεργογραφικά
Ο Γιώργος Μιχάκης γεννήθηκε στη Χίο το 1959. Σπούδασε Θεολογία στο Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Κλασική Μουσική στο Εθνικό Ωδείο. Εργάστηκε ως καθηγητής θεολόγος στη Σχολή Μωραΐτη και στα Εκπαιδευτήρια Κωστέα-Γείτονα. Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά. Κυκλοφόρησε τις ποιητικές συλλογές: «Ένας λόγος για τη Φωτεινή», 1982, «Στέφανος Φθαρτός», εκδ. Α. Καραβία, 1982, «Υποβρύχιο Φως», εκδ. Πλέθρον, 1984, «Το ναρκοπέδιο», εκδ. Πλέθρον, 1986 και «Η άνοιξη στο πένθος», εκδ. Νεφέλη, 1993.


Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016, σελ. 4.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου