Δευτέρα 11 Ιουλίου 2016

Περιθωριακά 14

Ο Οδυσσέας Ελύτης, Παρίσι, 1971

Οδυσσέας Ελύτης: «Τα κορίτσια»

Το άγουρο, το ασχημάτιστο… εκείνο που αγωνίζεται ν’ ανθίσει

Το έναυσμα για να γράψω αυτό το κείμενο -με τον κίνδυνο να «σπάσω τα μούτρα μου»- δόθηκε από τον ποιητή Μιχάλη Πιερή, ύστερα από μία συζήτηση που είχαμε αναφορικά με τα κορίτσια στην ποίηση του Ελύτη.
   Το κείμενο «Τα Κορίτσια», του Οδυσσέα Ελύτη, εμφανίζεται στον τόμο με τα δοκίμια του Ποιητή, «Ανοιχτά Χαρτιά». Το μετέρχομαι από την τρίτη οριστική έκδοση, των εκδόσεων Ίκαρος, Δεκέμβριος 1987 (πρώτη έκδοση, Σεπτέμβριος 1974, δεύτερη έκδοση, Απρίλιος 1982). Όπως αναφέρεται στο βιβλιογραφικό σημείωμα είναι ανέκδοτο, ξεκίνησε να γράφεται το 1944 και ολοκληρώνεται το 1972. Χωρίζεται σε τρία μέρη (Α΄, Β΄, Γ΄) και καταλήγει με το κείμενο (με κυρτά γράμματα/στοιχεία) «Άνοιξη παρά τέταρτο». Εκτείνεται δε, από τη σελίδα 157 έως τη σελίδα 199.
  Γράφει ο Ποιητής: «Μου έτυχε τους τελευταίους μήνες της Κατοχής, ένα βράδυ που επέστρεφα μεσ’ από αδέσποτους πυροβολισμούς, λαχανιασμένος, με την ψυχή στα δόντια, ν’ ακούσω έναν ύποπτο θόρυβο στο κουβούκλιο που σχημάτιζε η είσοδος του σπιτιού όπου κατοικούσα τότε. ‘Ποιος είναι;’ φώναξα με ψεύτικη παλικαριά και πάτησα το κουμπί στο ηλεκτρικό φανάρι μου. Ένα χλωμό κοριτσίστικο πρόσωπο με κοίταζε ίσια στα μάτια. Δεν ήταν όμορφο· ήταν ήρεμο, αποφασιστικό, ανάδινε κάτι που δε σήκωνε αντίρρηση. Στο πλάι του, ο νέος χαμηλόβλεπε. Γι’ αυτόν ήταν ντροπή σε τέτοιες στιγμές ο έρωτας. Ψιθύρισα ένα ‘με συγχωρείτε’ και ανέβηκα στο δωμάτιό μου. Όμως, ολόκληρη εκείνη τη νύχτα, θυμάμαι, και την άλλη μέρα και την παράλλη νύχτα το ίδιο πρόσωπο, με τη δύναμη Μέδουσας που κανένα εμπόδιο δεν την σταματά, συνοδευμένο κι από μια μυστηριακή μουσική, που κατακάλυπτε όλων των λογιών τους πολεμικούς χλαπαταγισμούς, ερχότανε να σταθεί μπροστά μου: ‘πρέπει, πρέπει, πρέπει να ζήσουμε’.
   »Τι περίεργο! Ήταν η ίδια ακριβώς επιταγή, το ίδιο σειρηνικό τραγούδι που άκουγα καθισμένος κάθε φορά μπροστά στα χειρόγραφά μου, σαν τιμωρημένος.
   »Ένας κόσμος αντιφατικός και παράλογος στην επιφάνειά του, στερεοποιημένος και σκληρός στο κέντρο του, ολοένα στριφογύριζε και με άφηνε μεσ’ από μια λάμψη να δω πότε το μορφασμό ενός μάρτυρα και πότε την ομορφιά ενός γυμνού κόλπου ανάμεσα σε δύο στιγμές. Το καθήκον (η ανάγκη;) και η χάρις (η αλήθεια;) σχημάτιζαν ένα στόμα που ζητούσε να μιλήσει. ‘Ε λοιπόν, ας τ’ αφήσουμε να μιλήσει,’ φώναξα μια μέρα, ‘κι ας ενίστανται οι βλάκες.’. Οπόταν, ξεκίνησα καταμεσής σε εκτελέσεις και σε βασανισμούς να γράφω ένα κείμενο με το μονολεκτικό τίτλο Τα Κορίτσια.» (σσ. 158-159).
   Έχω υποστηρίξει άπειρες φορές, και σε ιδιωτικές και σε δημόσιες συζητήσεις, το γεγονός ότι ο Ελύτης έχει εξηγήσει (δείξει;) και τον εαυτό του και την ποίησή του μέσα από τα κείμενα που υπάρχουν τόσο στα «Ανοιχτά Χαρτιά» και στο «Εν λευκώ» όσο και στα «Δημόσια και Ιδιωτικά», «Ιδιωτική Οδός», «Ο κήπος με τις αυταπάτες» και «2χ7ε».  Αναζητήστε τα, βρείτε το κείμενο «Τα Κορίτσια», μπείτε στην Ποίησή του, αφήστε να περάσουν χρόνια, πάρτε τις αποστάσεις σας και ξανά εισέλθετε σ’ ό,τι στην πορεία σημαίνει και σημάνει για εσάς ο Ελύτης.
   Με το συμπάθιο: «Αφήστε να κουρεύονται όλοι οι μελετητές του έργου του και να εκδίδουν χιλιοσέλιδα βιβλία. Εσείς επιμείνετε στον πρωτότυπο λόγο του Ποιητή, κι ίσως τότε… σας ανοίξει την Πόρτα». Άλλωστε, ο ίδιος ο Ποιητής, σημειώνει στη σελίδα 163 των «Κοριτσιών»: «Το φάσμα ωστόσο του εξοπλισμένου με νυστέρια δοκιμιογράφου, που εξοντώνει το πλάσμα που αγαπά μόνο και μόνο για να του κάνει ανατομία, έφτανε για να με σταματήσει.».

Πρώτα-πρώτα… ο Λόρκα
Στο «Τα Κορίτσια», ανάμεσα στις σπουδαιότερες μορφές της ελληνικής και παγκόσμιας ποίησης, ανά τους αιώνες, δεσπόζει η μορφή του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, όπου ο Ελύτης παραθέτει στίχους, του τεράστιου δολοφονηθέντος Ισπανού Ποιητή, στο πρωτότυπο μέσα από το «Τσιγγάνικο Ρομανθέρο» ενδιάμεσα στη ροή του δικού του πνεύματος γραφής.
   Τον συναντάμε πρώτη φορά στη σελίδα 162, όπου ο Ελύτης εντάσσει τέσσερις στίχους από το ποίημα «Η άπιστη παντρεμένη» και σας το μεταγράφω στη μετάφραση του Ηλία Ματθαίου («Τσιγγάνικο Ρομανθέρο», δίγλωσση έκδοση, εκδ. Διάττων, Αθήνα, 1989, σ. 43): «Τα μπούτια της μου ξέφευγαν/σαν τα ξαφνιασμένα ψάρια,/τα μισά γεμάτα κρύο/και τ’ άλλα φωτιά γεμάτα.».
   Με δυο κουβέντες, όπως έχει πει και ο Κώστας Ρεούσης: «Δεν μπορείς να ξεκλειδώσεις το ακλείδωτο», κι όποιος κατάλαβε… καταλάβει!

Έρωτας & Ερωτισμός
Εδώ είναι που ίσως να «σπάσω τα μούτρα μου», το παρακινδυνεύω όμως, και μάρτυς μου ο Θεός: επιχειρήστε να τον πλησιάσετε (τον Ελύτη εννοώ και το πυρηνικό θέμα της ποιήσεώς του που είναι «Τα Κορίτσια») και μέσα/μέσω του Οκτάβιο Παζ, του νομπελίστα Μεξικανού ποιητή. Ο Ελύτης όταν είχε ρωτηθεί ποιους πιστεύει πως η Ακαδημία πρέπει να τιμήσει με το Νομπέλ Λογοτεχνίας, είχε αναφέρει τον Γκίνσμπεργκ, τον Παζ κι έναν τρίτο που μου διαφεύγει. Δικαιώθηκε, το 1990, όταν απονεμήθηκε στον Παζ.
  Επιχειρήστε, το λοιπόν, να τον πλησιάσετε μέσα από το βιβλίο του Παζ «Η διπλή φλόγα: Έρωτας και Ερωτισμός», στη μετάφραση των Σάρας Μπενβενίστε και Μαρίας Παπαδήμα (εκδόσεις Εξάντας, σειρά Νήματα, Αθήνα, 1996).
   Γράφεται στο οπισθόφυλλο: «Πρωτότυπη προσέγγιση του θέματος του έρωτα και του ερωτισμού. Η διπλή φλόγα εγγράφεται στη σειρά των μεγάλων δοκιμιακών έργων του Οκτάβιο Παζ όπως ‘Το τόξο και η λύρα’ και ‘Ο λαβύρινθος της μοναξιάς’. Το δοκίμιο αυτό γράφτηκε το 1993, ωστόσο σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του συγγραφέα το πρώτο του σχεδίασμα χρονολογείται από το 1965, όταν αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο ‘που με αφετηρία τη στενή σχέση ανάμεσα στα τρία πεδία -το σεξ, τον ερωτισμό και τον έρωτα- θα επιχειρούσε να διερευνήσει το ερωτικό συναίσθημα’. Συνοψίζοντας σε αυτό όλη την πορεία της ζωής, της σκέψης και της γραφής του, ο Οκτάβιο Παζ ανατέμνει με τη μοναδική εκφραστική δύναμη του λόγου του τον εσώτερο και θεμελιώδη πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ξεκινώντας από τις απαρχές της ιστορικής μνήμης και φτάνοντας στη σημερινή καθημερινότητα, εξετάζει, σχολιάζει και δίνει την πλήρη του έννοια σε ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία στη ζωή του άντρα και της γυναίκας. ‘Η αρχέγονη και πρωταρχική φωτιά, η σεξουαλικότητα, υψώνει την κόκκινη φλόγα του ερωτισμού, και αυτή με τη σειρά της στηρίζει και ορθώνει μια άλλη φλόγα, γαλάζια και τρεμάμενη, τη φλόγα του έρωτα. Ερωτισμός και έρωτας: η διπλή φλόγα της ζωής’.».
   Εμείς οι Έλληνες, έχουμε και τη λέξη… ΑΓΑΠΗ. Αυτά. Καλή σας εβδομάδα.


Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 10 Απριλίου 2016, σελ. 5.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου