Τετάρτη 26 Απριλίου 2017

Πολιτισμικοί Μετεωρίτες 54

Henri Michaux
[1899-1984]

Ανρί Μισό
«Ο τρόπος τού να υπάρχει κανείς στο περιθώριο… τρομάζει ή εξοργίζει»

Πολιτισμικοί Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου

Γάλλος ποιητής, βελγικής καταγωγής, γεννήθηκε στη Ναμίρ (Βέλγιο), στις 24 Μαΐου 1899, και πέθανε στο Παρίσι, στις 19 Οκτωβρίου 1984

Ο Ανρί Μισό άφησε σύντομα το 19ο αιώνα. Λιγότερο σύντομα, αλλά πάντως σύντομα, άφησε, το 1922, το Βέλγιο. Αφού απέκτησε τη γαλλική υπηκοότητα το 1955, δεν έπαψε να αγωνίζεται ενάντια σε κάθε φαντασιακή ταυτότητα, σε σημείο που να αρνείται να φωτογραφηθεί, ώστε να μην ακινητοποιηθεί σε μια εικόνα. Σε όλη του τη ζωή προσπαθούσε πεισματικά να «αλλάξει». Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τη ζωή του όπως μιλά εκείνος για τη γραμμή σε ένα βιβλίο του για τη ζωγραφική: «Μια γραμμή χωρίς ταίρι, που θέλει να μείνει έτσι, να κρατήσει τις αποστάσεις, που δεν υποτάσσεται, που είναι τυφλή σε καθετί το υλικό. Ούτε κυρίαρχη ούτε συνοδευτική, και κυρίως μη υποταγμένη» («Αναλαμπές και επανεμφανίσεις», 1978). Πάντα η ίδια ανυπακοή.
   Είναι αλήθεια ότι οι καλλιτέχνες της αβανγκάρντ δεν κατόρθωσαν να βρουν σημείο αναφοράς στον Μισό. Το ίδιο ισχύει και για το σουρεαλισμό εκείνων των χρόνων της νεότητάς του και, πολύ αργότερα, για τις διάφορες θεωρίες για το κείμενο οι οποίες δεν παρέλειψαν να ηρωοποιήσουν τον Μαλαρμέ, τον Λοτρεαμόν, τον Μπατάιγ και τον Αρτό. Θα έλεγε κανείς πως ο Μισό ήξερε ότι ήταν σε ρήξη με τη ρήξη ή μάλλον με την ιδεολογία της ρήξης. Δεν συνέβη ακριβώς το ίδιο με τον Πονζ, που συμμετείχε με τον τρόπο του στην εγκαθίδρυση μιας ιδέας και μιας πρακτικής της ιδέας της ρήξης, όπως συνέβη τη δεκαετία του 1870 και, έναν αιώνα αργότερα, τη δεκαετία του ’70. Μοναχικός, αλλά αλληλέγγυος με εκείνο τον αγώνα και κατανοητός ως τέτοιος. Όχι όμως ο Μισό.
   Ίσως επειδή το έργο του πετυχαίνει να πείσει ότι δεν είναι πράγματι ένας συγγραφέας, ότι υπάρχει κάτι άλλο πέρα από τη λογοτεχνία μέσα του και ότι αυτό το άλλο είναι το ίδιο το αντικείμενο της γραφής (όπως και άλλων συμπληρωματικών δραστηριοτήτων, όπως είναι η ζωγραφική) και της ζωής. Στα μάτια μας ο Μισό θα είναι πρώτα και κύρια αυτός ο συγγραφέας που δεν τον άγγιξε καμία χρησιμοποίηση, εκμετάλλευση ή ιδιοποίηση.
   Μερικοί έχουν παρατηρήσει ότι οι προθέσεις «μέσα» (στο ταξίδι, στην εξερεύνηση) και «κατά» (στην άμυνα και στην επίθεση, στον αγώνα, δηλαδή στο «μεγάλο» αγώνα) είναι οι πιο συνηθισμένες στο έργο του, αλλά και οι πιο σημαντικές της διπλής στάσης, εναλλακτικά ή ταυτόχρονα, στην οποία καλεί τον αναγνώστη του.
   Από τη μια πλευρά, υπάρχει ο Μισό ο εξερευνητής των πραγματικών ή των φανταστικών κόσμων: Κίνα ή Μεγάλη Γκαραμπανία. Και οι πιο αληθινοί ανάμεσα σε αυτούς τους κόσμους δεν είναι οι λιγότερο φανταστικοί, εξωτερικοί ή εσωτερικοί. Εκεί τοποθετούνται, ανάμεσα στο 1956 και το 1966, τα κείμενά του που αφορούν στην εμπειρία των παραισθησιογόνων, από το «Άθλιο θαύμα» (1956) μέχρι τις «Μεγάλες δοκιμασίες του νου» (1966). Ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για χώρους του «έξω» ή του «μέσα», για χώρους του σώματος ή του πνεύματος, ο Μισό διαρκώς επιθυμεί να ξαναγνωρίσει τις «ιδιότητές» του, δηλαδή ταυτόχρονα αυτό που τον χαρακτηρίζει και το πεδίο που ανακαλύπτεται ή δημιουργείται προχωρώντας. Από την άλλη, ο Μισό επικαλείται, ανάμεσα στις πρώτες λέξεις-κλειδιά της βιογραφίας του (όπως στο ποίημα που έχει τον τίτλο «Μερικές πληροφορίες στα πενήντα εννιά χρόνια ύπαρξης»), τη λέξη «αντίσταση», που την ακολουθεί λίγο μετά η έννοια της απεργίας: «Ο τρόπος τού να υπάρχει κανείς στο περιθώριο, η φύση του απεργού, τρομάζει ή εξοργίζει/τον στέλνουμε μακριά». Όταν φτάνει στο κεφάλαιο των ταξιδιών, η έκφραση είναι πιο κοφτή: «Ταξιδεύει κατά/για να διώξει από μέσα του την πατρίδα του, τους δεσμούς κάθε είδους και ό,τι υπάρχει εντός του χωρίς τη θέλησή του, συνδεδεμένο με την ελληνική κουλτούρα ή τη ρωμαϊκή ή τις βελγικές συνήθειες./Ταξίδια εκπατρισμού».
   Στην ποιητική συλλογή «Περάσματα», συναντάμε ένα ποίημα που αρχίζει με την ερώτηση: «Γιατί παίζω ταμ-ταμ τώρα;». Πρόκειται για ένα θεμελιακό ερώτημα που αφορά στην ακατάλυτη επαφή με έναν πρώτο αρχικό ρυθμό, το ρυθμό της ζωικής διάκρισης. Ταυτόχρονα, στο ερώτημα αυτό, που αφορά στη στάση μας ως προς τις αξίες του πολιτισμού και της κουλτούρας στην οποία παρά τη θέλησή μας «ανήκουμε», ο ποιητής απαντά με μια σειρά «για» και «κατά». Όμως τα «για» είναι πιο επιθετικά, είναι «εναντίον»: «για να ενισχυθούν τα εμπόδιά σας», «για να πάψετε να με ταυτίζετε με την πόλη, με αυτούς, με τη χώρα, με το χθες», πάντα σε ηθελημένη και δυναμική ρήξη με το παρελθόν και με ό,τι αποτελεί κοινοτικό δεσμό, αρχίζοντας από τα μνημεία της Τέχνης, της Αρμονίας: «κατά των Βερσαλλιών, κατά του Σοπέν, κατά του αλεξανδρινού στίχου, κατά της Ρώμης». Δεν θα έπρεπε να υποτιμήσουμε αυτή τη βαθιά αρνητική διάσταση του Μισό και του έργου του. Και ασφαλώς ο Μισό απέχει πολύ από τον Ρεμπό, γεγονός που οφείλεται στο συστηματικό και μεθοδικό χαρακτήρα του πρώτου και στην προσοχή με την οποία απορυθμίζει ή αποσταθεροποιεί τις αισθήσεις, μέσα από τη χρήση των παραισθησιογόνων.
   Ο Μισό ανήκει σε εκείνους που καθιστούν ανίσχυρα τα σύνορα που διαχωρίζουν τα λογοτεχνικά είδη. Είναι ένας δημιουργός που θέτει σε αμφισβήτηση ακόμη και τα θεμέλια της τέχνης του λόγου (το εγκυκλοπαιδικό υπόβαθρο και τις αποδεκτές πηγές). Από αυτή την άποψη, ο Μισό, όσο ακραίος και αν είναι, βρίσκεται στο κέντρο της γόνιμης «καταστροφής», όπως είχε πει ο Κλοντέλ σχολιάζοντας κάποια στάση του Μαλαρμέ. Επομένως, ο Μισό είναι ένας από τους πιο χρήσιμα καταστροφικούς ποιητές και αντιποιητές του 20ού αιώνα.


Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015, σ. 4. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου