Πέμπτη 2 Μαρτίου 2017

Περιθωριακά 43

Charles Mingus
[1922-1979]


Charles Mingus
«Χειρότερα κι από σκυλιά»

Περιθωριακά-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου

Τo 1971, οκτώ χρόνια πριν αφήσει τα εγκόσμια, ο Charles Mingus (1922-1979), επανεμφανίζεται στη σκηνή της τζαζ, όχι με κάποιο νέο δίσκο αλλά με την κυκλοφορία της αυτοβιογραφίας του, «Beneath the underdog».


Το βιβλίο ευτύχησε να εκδοθεί στην Ελλάδα, το 1981, από τις εκδόσεις Εξάντας σε μετάφραση της Χρύσας Τσαλικίδου, με τον τίτλο «Χειρότερα κι από σκυλιά». Έκτοτε, ακολούθησαν άλλες δύο επανεκδόσεις, το 1994 και το 2010, από τον ίδιο οίκο. Πλέον, αποτελεί cult ανάγνωσμα των φίλων της μουσικής του Mingus και της τζαζ γενικότερα, αλλά και μία από τις σκληρότερες αυτοβιογραφίες που γράφτηκαν ποτέ. Ιδιαίτερη αίσθηση είχε προκαλέσει (και προκαλεί ακόμη και σήμερα σ’ όσους το πρωτοδιαβάζουν), για την τραχύτητα και την ωμότητα της γλώσσας του. Κάποιοι το λάτρεψαν και το λατρεύουν κι άλλοι το παράτησαν και το παρατούν από την πρώτη σελίδα.

Αναμορφώνοντας την τζαζ
  Κοντραμπασίστας, πιανίστας, συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας, ο Charles Mingus, γεννήθηκε στην Αριζόνα το 1922 και πέθανε στο Μεξικό το 1979. Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία τέλη της δεκαετίας του ’30, παίζοντας και ηχογραφώντας με τους μεγαλύτερους μουσικούς της τζαζ. Το 1952 ιδρύει τη δική του δισκογραφική εταιρεία και λίγο αργότερα το δικό του συγκρότημα, το Jazz Workshop. Ένα πραγματικό «εργαστήρι» όπου θα συνεργαστούν σπουδαίοι σολίστ του τζαζ ιδιώματος (Jackie MacLean, Booker Ervin, George Adams, Jimmy Knepper, John Handy, Clarence Shaw, Ted Curson, Horace Parlan, Dannie Richmond κ.ά.) και μέσα απ’ το οποίο θα διαμορφώσει την προσωπική μουσική του αντίληψη.
  Μέγας ανακαινιστής της τζαζ και με βαθιά επίγνωση της μαύρης μουσικής κληρονομιάς, διαμόρφωσε ένα προσωπικό αυτοσχεδιαστικό και συνθετικό ύφος. Το έργο του, εκρηκτικό, σαρκαστικό ή ακόμα και στοχαστικό, βαθιά επηρεασμένο από τους αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων στις Η.Π.Α., που ο ίδιος έζησε ενεργά, έχει αποτυπωθεί σε μια σειρά εξαίρετων δίσκων, ανάμεσά τους οι: Pithicanthropus Erectus (1956), Blues and Roots (1959), Mingus Ah Um (1959), Oh Yeah (1962), Tijuana Moods (1962), The Black Saint and The Sinner Lady (1963), Changes One (1974), Changes Two (1974). Από τους αναμορφωτές της τζαζ, περίφημος για τους αυτοσχεδιασμούς του, ο Mingus, εξαντλημένος από υλικές, οικογενειακές και κοινωνικές αντιξοότητες αποσύρθηκε από τη μουσική σκηνή, μέσα του ’60, για να επανεμφανιστεί το 1971 με το «Χειρότερα κι από σκυλιά», και κάποιες σποραδικές μουσικές δραστηριότητες.

Beneath the underdog
  Υπάρχει μια αίσθηση με τη μουσική -και ιδιαίτερα την τζαζ- ότι ο ήχος αντανακλά την προσωπικότητα του δημιουργού, χωρίς ο ίδιος να χρειάζεται απαραίτητα να εκφράζεται με στίχο ή/και φωνή. Έχουν γραφτεί πολλά για την εσωστρέφεια του Coltrane και το πόσο «δύσκολο» είναι να μπει κανείς στα συχνά κλειστοφοβικά ηχοτοπία του, την κυκλοθυμία του Miles Davis που εκφράζεται με συνεχείς εναλλαγές από δίσκο σε δίσκο κι από περίοδο σε περίοδο, όπως επίσης και τη φυσιογνωμία του «δανδή» του Duke Ellington σε σχέση με τη στιλιστική κομψότητα της μουσικής του. Κατ’ αυτόν το συλλογιστικό τρόπο, ο Mingus, είναι το κατεξοχήν παράδειγμα της σχέσης μεταξύ μουσικής και γενικότερης στάσης ζωής και συμπεριφοράς.
  Χοντρός, άσχημος, πλακατζής, δυναμικός και γεμάτος ενέργεια, δημιούργησε μερικές από τις πιο εντυπωσιακές ηχητικές πανδαισίες στην τζαζ, ορμώμενος από το κοντραμπάσο του και προχωρώντας -όπως είναι φυσικό στο άλλο μισό της ρυθμικής βάσης- στα βροντερά κρουστά κι απ’ εκεί σε εκρήξεις τρομπέτας. Ο τρόπος που έζησε ήταν πανομοιότυπος με τη μουσική του, και μ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο αυτοβιογραφείται στο «Χειρότερα κι από σκυλιά». Πρόκειται για μια βιογραφία που χλευάζει το ίδιο το λογοτεχνικό είδος, με μυθιστορηματική αφήγηση στο ύφος των Kerouac και Bukowski, «ασυμμάζευτες» λέξεις και σκόρπιες τραγελαφικές εμπειρίες, βιτριολικό χιούμορ και ανεπανάληπτο αυτοσαρκασμό. Ταυτόχρονα, πρόκειται για μια ζωή ενταγμένη στο δόγμα «μόνος απέναντι σε όλους». Είναι το ίδιο επιθετικός απέναντι στους ρατσιστές λευκούς όσο και στους «βολεμένους» μαύρους της νέας αστικής τάξης,  που άρχιζε σιγά σιγά να εμφανίζεται στις αμερικανικές μεγαλουπόλεις.
  Χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης, συχνά με σκληρή φρασεολογία, ο θρυλικός μουσικός ρίχνει το βλέμμα του στο παρελθόν του και μιλά για τον εαυτό του σαν να παρακολουθεί το είδωλό του στον καθρέφτη. Πότε χρησιμοποιώντας δεύτερο πρόσωπο και πότε τρίτο, ξεδιπλώνει την ιστορία του κοροϊδεύοντας και ανυψώνοντας, ταυτόχρονα, την προσωπικότητά του. Ένας σχιζοφρενικός και παράλληλα άκρως απολαυστικός διάλογος μεταξύ ego και alter ego, που τελικά απώτερο σκοπό έχει να αποπροσανατολίσει και τον αναγνώστη και τον ίδιο, στέκοντας υπερβολικά επικριτικά ακόμα και σε θαμπές αναμνήσεις της προεφηβικής του ηλικίας.
  Με λίγα λόγια, όσοι λάτρεψαν το χωρίς ανάσα τζαζ παραλήρημα του Jack Kerouac, στο «Στο δρόμο» και στους «Υποχθόνιους», θα λατρέψουν αυτό το βιβλίο, ακόμη κι αν δεν τους αρέσει ο Charles Mingus. «Τι θα έκανα αν ζούσα τη ζωή μου από την αρχή; Θα προσπαθούσα να μη δεθώ συναισθηματικά με τη μουσική και τις γυναίκες, θα τα κρατούσα και τα δύο σε επίπεδο χρησιμοποίησης. Το βασικό μου κίνητρο για να ζήσω θα ήταν να αποκτήσω λεφτά όσο για να κρατηθώ έξω από την κοινωνία τούτη που σιγά σιγά σαπίζει, που καταστρέφει τον εαυτό της ενώ προσπαθεί να δει τι μπορεί να κάνει μ’ αυτό το καινούργιο είδος ‘μαύρων’ που παρήγαγε», σημειώνει στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου του, αυτός… ένας μεγάλος κι «απόπαιδο» της τζαζ και της εποχής του.


Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 26 Απριλίου 2015, σ. 5.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου