Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

Πολιτισμικοί Μετεωρίτες 22

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του «Romancero Gitano», 1928


Federico García Lorca
«Romancero Gitano»

[Πολιτισμικοί Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου]

«Αν μια μέρα χάρη στο Θεό δοξαστώ, η μισή δόξα μου θα οφείλεται στη Γρανάδα, που μ’ έκανε να γίνω το πλάσμα που είμαι: αμετάκλητα ποιητής από τη γέννησή μου»


Η ποιητική σχέση του Οδυσσέα Ελύτη με τον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα αρχινά, περίπου, την περίοδο της γερμανικής κατοχής (1941-1944) και διαρκεί έως και τον θάνατο του μεγάλου Έλληνα Ποιητή, το 1996. Ο Ελύτης συνομιλεί συνεχώς κι αδιαλείπτως με τον Ποιητή της Γρανάδας, και ιδιαίτερα με την ποιητική συλλογή, «Romancero Gitano» (1924-1927). Όσοι μελετούν Ελύτη, μελετούν και Λόρκα, και γνωρίζουν καλά, πάρα πολύ καλά, πως η μυστική έως μυστηριακή σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ τους υπερβαίνει… το όποιο «διδακτικό προσωπικό των λυκείων και των πανεπιστημίων».  
   Για του λόγου το αληθές, ακούστε: «‘Δουλεύω πλήρες οκτάωρο, σαν εργάτης’ έγραφε ο Lorca σ’ ένα φίλο του την εποχή που ετοίμαζε το ‘Romancero Gitano’. Αυτός ο πηγαίος, ο τραγουδιστικός, ο χωρίς, φαινομενικά, μεταφυσικές ανησυχίες, πραγματοποιούσε τη στιγμή εκείνη τρία πράγματα που εξακολουθούν να περνούν στα μάτια του αναγνώστη γι’ αδιανόητα και στα μάτια του κριτικού τουλάχιστον για ύποπτα. Εννοώ τη ‘μυθοποίηση’, την ‘υπέρβαση’ και τη ‘γεωμέτρηση’. Αντιφατικά, στο φαινόμενο, ανάμεσά τους, και μαζί, πάλι, ασυμβίβαστα με ό,τι ανέκαθεν θεωρήθηκε ότι είναι η λεγόμενη ‘έμπνευση’. […] Απότοκος βέβαια του υπερρεαλισμού μπορεί να θεωρηθεί, από μιαν άποψη, και το ‘Romancero Gitano’, που μας έδωκε την αφορμή. Μόνον που εδώ παρεμβάλλεται η Μεσόγειος: Κι άξαφνα ο χώρος της ζωής ορθοτομείται· μετατοπίζεται· γεμίζει πλάσματα που αποβάλλουν τον χρηστικό τους χαρακτήρα και υπερβαίνουν (‘φυσιολογικά’, θα έλεγε κανένας, εάν δε φοβότανε τα οξύμωρα σχήματα) τις φυσικές τους δυνάμεις.
   »Οι πιο κοινοί τύποι της καθημερινής ζωής, το αγόρι, το κορίτσι, ο έμπορας, ο εργάτης, η νύφη κι η παντρεμένη, κινούνται ανάλαφρα σαν έξω από τη βαρύτητα, φωτισμένοι από μιαν απροσδόκητη πλευρά, με μισάνοιχτο τον εσωτερικό τους κόσμον, όπου μπαινοβγαίνουν όλα τα φυσικά και μη στοιχεία, τ’ άλογα, οι ατσίγγανοι, τα φεγγάρια, τα λουλούδια, τ’ άστρα. Η δράση τους μπορεί κάποτε να φτάνει σε παροξυσμό ζαλιστικό. Το βουνό ν’ αγριεύει, σαν γάτος που του σηκώθηκε η τρίχα, τα βόδια να κολυμπάνε μέσα στις ανεμώνες, το φεγγάρι να κρύβεται στα γύφτικα κι η εκκλησία να γρούζει σαν αρκούδι. Όμως η δίνη αυτή καθαρίζει και σχεδόν ‘τετραγωνίζεται’ μέσα στην έκφραση.
   »Με την αυτοσυγκέντρωσή του, ο ποιητής διεγείρει και αναδεικνύει μετέωρα τα ίδια μας τα συναισθήματα, μεταστοιχειωμένα σε κρύσταλλα που η λάμψη τους περιστρέφεται και καθορίζει σαν ρολόι τα στοιχεία του κόσμου γύρω μας με τόση ευλογοφάνεια, που δεν προφταίνεις να διανοηθείς ότι πιθανόν να προμελετήθηκαν. Και δε μιλώ παρά για μιαν ειδική, ακραία περίπτωση.», (Οδυσσέας Ελύτης, «Η Μέθοδος του Άρα», Εν Λευκώ, εκδ. Ίκαρος, πρώτη έκδοση, Αθήνα, Δεκέμβριος 1992, σσ. 171-173).

«Oh pena de los gitanos!»
Τι είναι τελικά το «Romancero Gitano» (τσιγγάνικο τραγούδι, τσιγγάνικη ρομάντζα ή παραλογή για να ανατρέξουμε και στο ελληνικό δημοτικό τραγούδι) που έκανε τον Ποιητή του διάσημο σε όλον τον κόσμο, και ξεσήκωσε τέτοιο κύμα αγαλλίασης και θαυμασμού σ’ όλη την Ισπανία, και σταδιακά σ’ όλον τον κόσμο, ώστε ακόμη και αγράμματοι χωρικοί να ξέρουν ολόκληρες στροφές του απ’ έξω; Με το ελάχιστο των λέξεων, είναι το μοναδικό παράδειγμα μιας ποιητικής γλώσσας απλής και καθάριας που θέτει στη διάθεση όλων, ακόμη και των πιο ταπεινών ανθρώπων του λαού, την πλέον σοφή και ιδιόμορφη ποίηση. Είναι το μοναδικό παράδειγμα ενός Ποιητή που κατορθώνει να συνταιριάζει τα πιο αντίθετα, όπου το λαϊκό δεν αποκλείει το πολύτιμο και που, ενώ μας προσφέρει εκπληκτικά καινούργια ποιήματα, κάποτε υπερρεαλιστικά, ξυπνάει εντός μας μια τέτοια μουσική που μας φαίνεται σαν να την έχουμε ξανακούσει, σαν να την ξέρουμε χρόνια.
   Οι τσιγγάνοι είναι ένας κόσμος με εντελώς δικά του ήθη και έθιμα, με πλούσια και βαθιά αισθήματα και προπαντός με περίσσιο πάθος που διακρίνει τις περιθωριακές ομάδες στις διάφορες κοινωνίες. Αυτόν τον κόσμο, ο Λόρκα, τον είχε αγαπήσει από μικρό παιδί, μέσα από τις διηγήσεις των τσιγγάνων υπηρετριών που εργαζόντουσαν και φρόντιζαν την οικογένειά του. Τούτη η αγάπη συνοδεύεται και από ανεπιφύλακτο θαυμασμό. Ο ίδιος ο Λόρκα γράφει κάπου στα γραπτά του, επί λέξει, το εξής: «Ο τσιγγάνος αντιπροσωπεύει το πιο υψηλό, το πιο βαθύ, το πιο αριστοκρατικό που υπάρχει στη χώρα μου.».
   Όταν κυκλοφόρησε, το «Romancero Gitano», το 1928, οι Γραναδίνοι συμπολίτες του τον αποκάλεσαν «ποιητή των τσιγγάνων», αποδίδοντάς του έτσι κάποιον φολκλορισμό που ασφαλώς αδικούσε το έργο του. Είναι γνωστό το λογοπαίγνιο του Ισπανού πεζογράφου Ραμόν Σέντερ, όταν, θέλοντας να βάλει τα πράγματα στη θέση τους για τον δήθεν φολκλορισμό του «Romancero Gitano», είπε πως δεν υπάρχει σ’ αυτό φολκλορισμός αλλά… «φολκ-λορκισμός!». Και αδικούσαν το έργο όσοι το θεωρούσαν φολκλορικό, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν λάμβαναν υπόψη τους το υπερρεαλιστικό στοιχείο που κυριαρχεί σ’ αυτό, σε πλήρη πάντα αρμονία με το παραδοσιακό.

«Αντόνειρο του Fuentevaqueros»
Με τον Ελύτη ξεκίνησε, τούτο το ταπεινό κείμενο, με τον Ελύτη ολοκληρώνεται. Ο τίτλος της παραγράφου είναι το 12ο μικρό κείμενο του Έλληνα Ποιητή, και περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «2x7 ε», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος, στις 2 Νοεμβρίου του 1996, λίγους μήνες, δηλαδή, μετά τον θάνατο του Ελύτη.
   Εδώ ο Έλληνας αποχαιρετά μαζί με τον Ισπανό τον πλανήτη που κατοίκησαν κι οι δυο. Αποτίει φόρο τιμής, όπως οφείλει να πράττει… ένας Μεγάλος Ποιητής σ’ έναν ομότεχνο Μεγάλο. Παραθέτω ελάχιστα αποσπάσματα, ευχόμενος καλή Κυριακή, και ποτέ να μην ξανασυμβεί αυτό που γνωρίζουμε κι οφείλουμε να θυμόμαστε όλοι, σαν σήμερα, στις 14 Αυγούστου του 1974. Πριν περάσω στις γραμμές του Ελύτη, θα ήθελα να αφιερώσω αυτούς τους «Πολιτισμικούς Μετεωρίτες» στη μνήμη του αδελφού τού παππού μου, Μενελάου (Μελή) Παπαθανασίου του παπά-Αθανασίου εκ Τύμβου ορμώμενου, που σκοτώθηκε σαν σήμερα… τότε, κατά τη διάρκεια της δεύτερης εισβολής, από τον Τούρκο, φευ, κατακτητή.
   «Μπροστά μου υπάρχει ένα δασάκι σακατεμένο, διάτρητο θα ’λεγες από ταυτόχρονες ομοβροντίες, κι ένας τσακισμένος κορμός δέντρου που ξεπετιέται και μοιάζει με μπράτσο κάποιου αδικοσκοτωμένου.» […] «Έρωτα, έρωτα, πού ’ναι ο Φεντερίκο Γκαρθία; Ποιος με σπρώχνει τώρα και με φέρνει μπροστά στο πιάνο του; Πριν χτυπήσω τα πλήκτρα, χτυπά η καρδιά μου.» […] «Δεν είναι αυτά σκέτα χάδια· είναι μεταφράσεις μιας φανταστικής ευγνωμοσύνης, προς έναν ξένο που έδειξε ότι ξέρει να τιμά.» […] «Είμαστε μια παρέα που ταξιδεύουμε και μετράμε τ’ άστρα τ’ αμέτρητα. Ώσπου τέλος γλιστράμε σ’ άλλον πλανήτη. Αλήθεια. ‘Las estrellas de la noche se volvieron siemprevivas’.», (σσ. 51-53). Η τελευταία πρόταση, που ο Ελύτης παραθέτει στο ισπανικό πρωτότυπο, είναι οι δύο τελευταίοι στίχοι από τη 10η «Τσιγγάνικη Ρομάντζα» του Λόρκα, με τον τίτλο «Αρχάγγελος Γαβριήλ», και σε μετάφραση Κώστα Ρεούση, λένε: «Τ’ άστρα της νυχτιάς/μεταστραφήκανε σ’ αμάραντους».
      

Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 14 Αυγούστου 2016, σελ. 6.    

 Ο Ποιητής μπροστά από το πιάνο του

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου